United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τι ώφελος κι' αν έρριχνε τώρα, καλοκομμένα ξυλάκια στο νερό της πηγής; Η Ιζόλδη δε θαρχότανε πεια. Με φρόνιμα και αλαφρά βήματα, από το μονοπάτι που έπερνε άλλοτε η Βασίλισσα, ετόλμησε να πλησιάση στο Παλάτι. Στο δωμάτιό της, στα χέρια του Μάρκου αποκοιμισμένου, έμενε άγρυπνη η Ιζόλδη.

Τα μέλη τούκανε αλαφράτα γόνατα τα πόδιακαι στο βραβεία ότι είτανε σε λίγο να χοιμήσουν, βλάφτει τον Αία η Αθηνά, και να! γλυστράει πατώντας σβουνιά χυμένα πούταν κει μουγκρόφωνων βοδιώνε, 775 πούσφαζε στου Πατρόκλου πριν ο άξιος Αχιλέας· και πέφτει, και του γιόμισαν σβουνιά το στόμα οι μύτες. Τότες αρπάει του γέρου ο γιος Λαέρτη την κροντήρα σαν ήρθε πρώτος· κι' έμεινε το βόδι για τον Αία.

Χτυπώντας τις γλώσσες τους και σκουπίζοντας τα χείλια τους με τανάστροφο χέρι, βγήκαν όλοι απ’ το μαγαζί και πήραν πάλι το δρόμο: τα βήματά τους ολωνών τώρα είχανε γίνει πεταχτά,, αλαφρά, σα φτερωμένα από μιαν κρυφή χαρά αλάκερου του είναι τους.

Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι- Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά,. . Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής.

Ο αντρείος επήδησε αλαφρά στην ακτή, κ' ενώ η μητέρες γονατιστές του φιλούσαν τα σιδερένια παπούτσια, εφώναξε στους συντρόφους του Μόρχολτ: «Άρχοντες της Ιρλανδίας, ο Μόρχολτ επολέμησε καλά. Δέτε: το σπαθί μου είναι τσακισμένο στην άκρη. Ένα κομμάτι της λάμας έμεινε βυθισμένο στα κεφάλι του. Πάρτε, άρχοντες, αυτό το κομμάτι το ατσάλι: είνε ο φόρος της Κορνουάλλης!».

Οι πολλοί γαμπροί, έλεγε, κάνουν καμμιά φορά τη νύφη και γεράζη στο σπίτι του πατέρα της. — Μα είνε ατιμία! φώναξε αγριεύοντας ο Αριστόδημος. — Ατιμίαξατιμία, τι να κάνουμε ; — Τι να κάνουμε; Τώρα θα σου δείξω γω τι θα κάμω. Έτρεξε μέσα, πήρε το καπέλλο του και το ραβδί του κ' ετοιμάστηκε να κατεβή τη σκάλα. — Πού πάς; τον ρώτησε ο Δημητράκης, πιάνοντάς τον απ' το χέρι αλαφρά.

Είπε, και σιώντας τόρηξε· μα του Διός η κόρη με μια πνοή τ' αλάργεψε μακριά απ' τον Αχιλέα, φυσώντας το αλαφρά αλαφρά· κι' αφτό γυρίζει πίσω 440 και πέφτει χάμου, αφτού μπροστά στου Έχτορα τα πόδια. Χύνεται ο άλλος σα θεριό, με λύσσα κι' αλυχτώντας φριχτά· μα του τον άρπαξε ο Φοίβος, έτσι αμέσως σα δα θεός, και με πυκνό τον σκέπασε σκοτάδι.

Το βιος του Κροίσου ας είχα εγώ, να κάνω και τους δυο μας χρυσοπλασμέν' αγάλματα, τάμμα στην Αφροδίτη, Εσύ σουραύλι να κρατής τριαντάφυλλο είτε μήλο κ' εγώ με πέδιλ' αλαφρά το χορευτή να κάνω. Τα πόδια σου αλαφροπατούν κ' είνε γλυκειά η φωνή σου, για τους καλούς τους τρόπους σου παινέματα δε βρίσκω. ΜΙΛΩΝ Δεν ξέραμε πως τραγουδεί τόσο καλά ο εργάτης. Αρμονικά τα ταίριασε τα λόγια του στις ρίμες.

Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους. Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα». Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του.

Εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες η θάλασσα τον έφερνε αλαφρά. Κάποτε, ο Τριστάνος για να γλυκαίνη τον πόνο του έπαιζε με την άρπα. Επί τέλους, χωρίς να το καταλάβη, η θάλασσα τον έφερε κοντά σε μια παραλία.