United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιο ποιητής είναι στα παραμύθια του, «Ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας», «Το Ραϊδόσπιτο», «Τ' Αηδόνι και το Τριαντάφυλλο», και σ' όλα εκείνα τα θαυμάσιά του «Ποιήματα σε Πρόζα». Στα σύνορα της πιο σοβαράς καλλιτεχνικής του δημιουργίας στέκονται το, καθώς λέγεται πως καυχήθηκε, σε δέκα τέσσερες μέρες γραμμένο μυθιστόρημά του «Η Εικόνα του Dorian Gray» και «Η Μπαλάντα της Φυλακής του Reading» .

Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.

Δεν ξεύρω γιατί ανάτειλε στον νου μου άξαφνα μια ιδέα πως η τύχη εκείνης ήταν να σωθώ εγώ· πως ο θεός ηθέλησε να μη μαραθούν παράωρα τα νιάτα της τα δροσερά, να μη δακρύσουν τα μάτια της τα ζαφειρένια, να μη μαυρίση η καρδούλα της πριν ανοίξη σαν τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνη χήρα πριν νύφη γίνη η αρφανούλα!

Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού γυμνές, η ψυχή μου βαρειά. Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε απόψε στο κοιμητήρι των Batignollesμη μου σβύσετε, παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψαστης ανησυχίες του! Παρίσι, 1909.

Η φτώχεια μπορούσε ν' αλέση το φόρτωμά της χωρίς ν' αφήση ούτ' ένα ξάγι, κι ο τούρκος θα το συλλογίζουνταν αν γύρευε να δείξη την αδικιά του στο Λιάκο. Ο μυλωνάς είχε χάση πάρωρα τη γυναίκα του· ένα κορίτσι είχε, μια ομορφονιά τη Λουλούδω, το τριαντάφυλλο του Ριζόμυλου. Η ομορφιά της γρήγορα πήρε δρόμο στον τόπο. Το κορίτσι αγαπούσε ένα κλέφτη, τον Τσέλιο, τότες είτανε κλέφτες.

Έβλεπες το τριαντάφυλλο κι άρπαζες σύνωρα το μοσκοβόλημά του· έβλεπες θέρο κ' ένοιωθες το ψωμί δίπλα σου· έβλεπες φονικό κι ανατρίχιαζες σύψυχος· έβλεπες εχτροτσάκισμα και φώναζες: απάνω τους! — Ωραίο κέντημα! Είπε ο Δημητράκης. Νόμιζα πως μονάχα η φύση μπορούσε να μας δώση τόσο τέλειο κέντημα. — Και μήπως εγώ δεν είμαι γέννημα της φύσης! Κ' εγώ κ' εσύ και όλοι μας.

Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.

Έφεραν τότες ένα φουστάνι από μονοκόμματο άσπρο ατλάζι, που είχεν επάνω κεντημένα την άνοιξι με όλα της τα λουλούδια και τον ουρανό με όλα του τ' αστέρια. — Εγώ, είπεν ο μελισσουργός, έτρεχα όλην την νύκτα να σου εύρω αυτό το άσπρο τριαντάφυλλο να βάλης εις τα μαλλιά σου. — Και εγώ, είπεν η πυρραλίδα, εσύναξα σταλαγματιές δρόσο και σου έκαμα περιδέραιο, που λάμπει περισσότερο από τα διαμάντια.