United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν όμως άραξε το βαπόρι κ' η μαμά ετοιμαζότανε να βγη, ο μικρός Σβεν έστεκε ορθός στην αποβάθρα με τη μεγαλήτερη ανυπομονησία και τα μάτια του ψάχνανε γύρω σα να κιντύνευε η ζωή του όλη. Κι όταν παρουσιάστηκε η μαμά, είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος είτανε πιο ευτυχισμένος, εκείνος που δεν περίμενε του κάκου εκεί ή η μητέρα που βρήκε το παιδί της να την περιμένη.

Ναι, μα είναι αλήθεια πως περάσανε περσότερα από δέκα χρόνια; Είναι αλήθεια πως γεράσαμε τόσο; — Σε λυπεί αυτό; απάντησα και χαμογέλασα. Ακκούμπησε απάνω μου και πήρε το χέρι μου. — Είτανε μια εποχή, που είχα τόσο φόβο από τα γερατιά, είπε. Και τον έχω ακόμα. Μα δε νοιώθω γιατί λένε πως στα νιάτα του αγαπά κανείς περσότερο και πως είναι πιο ευτυχισμένος. Εκείνοι που το λένε δε θαγαπήσανε ποτέ.

Είμαι ευτυχισμένος που υπέφερα, που αμάρτησα, γιατί δοκιμάζω το θεϊκό σου έλεος, τη συγχώρεσή σου, τη βοήθειά σου, την απέραντη μεγαλοσύνη σουπροσεύχεται ο Έφις. Άλλη οδός σωτηρίας δεν υπάρχει, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος γιατί « Σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε.

Ακόμα μια φορά γύρισε κείνη που έρριχνε φως ιερό στην καθημερινή ζωή μας. Τα παιδιά μας τη χαρήκανε, όταν γυρίσαμε, κι ο μικρός Σβεν ανέβηκε στην αγκαλιά της μαμάς, στρυμώχτηκε σιμά της κ' είτανε τόσο ευτυχισμένος. — Βλέπεις, δεν έφυγες από το μαϊμουδάκι, είπε. Είχε τόσο θριαμβευτική έκφραση, σα να πίστευε πως χάρη του έγινε καλά η μαμά.

Δεν ξέρω τίποτε τόσο κακού γούστου, είπε ο οικοδεσπότης· είναι μικροπράγματα· αλλά από αύριο θα φυτέψω άλλα με σχέδιο πολύ ευγενικώτερο. Όταν οι δυο φιλοπερίεργοι αποχαιρετήσανε την εξοχότητά του: — Λοιπόν, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, θα ομολογήσετε, πως αυτός, είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους, γιατί ναι πάνω από ό,τι κατέχει.

Πως την νοιώθω όλην την πίκρα στην ψυχή του πένθους μου!... ΧΟΡΟΣ Βεβαίως εγώ δεν ημπορώ να 'πω πως είσαι ευτυχισμένος. Αλλ' όμως με υπομονή πρέπει να υποστούμε ό,τι μας δίνουν οι θεοί. ΗΡΑΚΛΗΣ Πως ήθελα να είχα τόση μεγάλη δύναμι να πάω στον κάτω κόσμο να πάρω την γυναίκα σου κ' εδώ να σου την φέρω! ΑΔΜΗΤΟΣ Ξέρω καλά πως το ήθελες.

Μου φάνηκε, ότι είμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλειάδες του κόσμου, κι' όλα τα βασιλόπουλα, που είταν' μαζωμένα εκεί στη Μόσχα. — «Ζη η μάννα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι' εγώ κάθομαι στα Ξένα! Να φύγω το γληγορότεροΚι' έτσι πούλησα ό τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι' ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.

Της είπα τι φόβο είχα να ξαναγυρίσω εκεί και ναρχίσω την καθημερινή εργασία τώρα που ήξερα πως η κρυστάλλινη φωνή του δε θα με προσδεχότανε και δε θα κρυβότανε ο μικρός να με περιμένη να γυρίσω. Όλα αυτά της τα είπα κ' αιστάνθηκα πόσο ησυχότερη έγινε κει που ακκουμπούσε στο στήθος μου. Είμουνα ευτυχισμένος με τη συναίστηση πως μπορούσαμε ακόμα να αιστανόμαστε απαράλλαχτα κ' οι δυο.

Κι όταν είμαι ήσυχη τότε και χαρούμενη, μου χαμογελά και φαίνεται ευτυχισμένος. Με κοιτάζει, όπως με κοίταζε όταν ζούσε, και πριν προφτάσω να στοχαστώ χάνεται πάλι. Ωστόσο είμαι ευτυχισμένη. Γιατί γνωρίζω πως είτανε κοντά μου. Έρχεται συχνά όταν εσύ κοιμάσαι και γω μένω άυπνη. Κάποτε λέω να σε ξυπνήσω. Μα δε τολμώ. Γιατί φοβούμαι πως αν ξυπνήσης, θα χαθή.

Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το περιβόλι της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και επάνω εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή, παραδίδοντάς σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της υπανδρείας μου έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον θέλεις ειπεί, πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος.