Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Τον έσεισα πάλι, τον ετράβηξα βιαστικά με το χέρι μου, και τον εσήκωσα. Τότε μου είχε έρθει η στόχασι, πως έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν είξευρα αν ήτον πολύ κοντά ή μακρυά, και τον δρόμο εγώ δεν τον είξευρα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να ιδώ την Περιστέρα, καθώς μισοθυμούμουν, που μου είχε 'πεί η κουμπάρα, πως τίναζε τα φτερά.
Κι όταν είμαι ήσυχη τότε και χαρούμενη, μου χαμογελά και φαίνεται ευτυχισμένος. Με κοιτάζει, όπως με κοίταζε όταν ζούσε, και πριν προφτάσω να στοχαστώ χάνεται πάλι. Ωστόσο είμαι ευτυχισμένη. Γιατί γνωρίζω πως είτανε κοντά μου. Έρχεται συχνά όταν εσύ κοιμάσαι και γω μένω άυπνη. Κάποτε λέω να σε ξυπνήσω. Μα δε τολμώ. Γιατί φοβούμαι πως αν ξυπνήσης, θα χαθή.
Και Τρώες και συμμάχους έχει πολλούς να σφάξω εγώ όπιον μου στείλει ο Δίας και τον προφτάσω τρέχοντας, πολλοί είναι πάλε Αργίτες για σένα εδώ όπιον δύνεσαι στη γης να στρώσεις χάμου. Κι' έλα ας αλλάξουμε άρματα, έτσι να δουν κι' ετούτοι 230 πως είμαστε αδερφοποιτοί απ' τους παπούληδές μας.» Είπαν, και χάμου πήδησαν, και το δεξύ τους χέρι πιάσανε ο ένας τ' αλλουνού κι' ορκίστηκαν αγάπη.
Μα τώρα μ' έπεισε η Λενιό με τα γλυκά της λόγια να βγω στον πόλεμο· θαρρώ καλύτερα κι' ατός μου έτσι να γίνει... σ' ένανε δε μένει πάντα η νίκη. Μον έλα στάσου, τ' άρματα τώρ ως να βάλω· ή σύρε, 340 κ' έρχουμαι εγώ κατόπι σου. Θαρρώ θα σε προφτάσω.» Είπε, κι' αφτός απάντηση δε γύρισε να δώκει.
Νόμιζα τότε πως σ' αγαπούσα και πως είμουνα ευτυχισμένη. Είτανε γιατί δε γνώριζα τίποτε και δεν εννοούσα τίποτε. Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει και θέλω να σ' ευχαριστήσω. Πριν προφτάσω να το εμποδίσω, άρπαξε το αριστερό μου χέρι και το φίλησε κι όταν έκαμα να το τραβήξω, το κράτησε σφιχτά και το ξαναφίλησε στο μέρος που φορούσα το δαχτυλίδι.
Έβλεπα τον εαυτό μου σαν άλλο πρόσωπο, έβλεπα πως έβαζα κρέας στο πιάτο μου, το έκοβα και προσπαθούσα να φάω. Όλη την ώρα στοχαζόμουνα ένα μόνο: το αμάξι που δεν ερχότανε, Θεέ μου! Το αμάξι δεν ερχότανε και στο σπίτι πέθαινε το παιδί μου και δεν μπορούσα να το προφτάσω.
— Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω! — Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ. — Γιατί . . . με γυρεύουν για να με φυλακώσουν. — Αλήθεια; . . . Εσύ το έρριξες, μάνα, το κορίτσι στο πηγάδι;! — Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! . . . Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού. — Τότε; . . . — Σιώπα! — Η αμαρτία σε κυνηγά, μάνα, είπε δειλώς η Δελχαρώ. — Σιώπα!
Τους άφησα μαζωμένου, στην αυλή του εργοστάσιου να παρηγορούνε τις γυναίκες τω σκοτωμένωνε, που τρέξανε στο φοβερό μήνημα και δέρνουνται και ξεμαλλιάζουνται απάνου στις καμένες σάρκες, που βγάλανε οι άλλοι εργάτες από τις χαλασμένες μηχανές. Γίνεται κ. Φιντή ένα κακό, ένα κακό . . .Εγώ προσπάθησα να τους ησυχάσω μα δεν το κατώρθωσα. Έτρεξα να σας τα προφτάσω αυτά, για να τα ξέρετε πριν πάτε κει.
Γι' αυτό δεν θα ήθελε να χάση καιρό ψάχνοντας τριγύρω, στα νησιά, για να μη προφτάσω και του φύγω, άμα φτάσω μια φορά πέρα. Έτσι τους κατάφερε κείνους που είνε στα κουπιά, να τραβήξουν εμπρός, κι' ας βλαστημούν μέσα τους πλεια. Τι να γείνη! — Λοιπόν; — Τώρα σαν προχωρήσουν κάμποσο αυτοί, εμείς περνούμε πέρα. Δος μου το ένα κουπί. Ο νέος δεν αντέστη, και μετέθεσε προς την πρύμνην την μίαν κώπην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν