United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επανέλαβα δειλώς τους περί ξενοδοχείου ή καφενείου υπαινιγμούς, ζητών συγγνώμην διά το ακατάλληλον της ώρας κατά την οποίαν εμφανιζόμεθα, αλλ' εκείνος, χωρίς καν να με αποκριθή, εξήλθεν εις την οδόν προς ανεύρεσιν του αγωγιάτου. — Ποίος είν' εκεί; ηρώτησεν εις τα σκοτεινάΕγώ, αφέντη. — Εσύ Γεώργη, επανέλαβεν ο Κ. Μελέτης, αναγνωρίσας τον αγωγιάτην εκ της φωνής.

Τω εφάνη ότι ησθάνετο παρουσίαν ανθρώπου όπισθεν της κεκλεισμένης θύρας. — Εδώ πρέπει να είνε, εψιθύρισεν. Επλησίασε και έκρουσε δειλώς. Παραχρήμα φωνή ηκούσθη έσωθεν. — Ποίος είνε; — Εδώ μέσα είσαι; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Εδώ, απήντησεν η φωνή. — Χαιρετίσματα απ' τον αδελφό σου, είπεν ο Τρέκλας. — Τον αδελφό μου; — Τον Μάχτο. Έτσι δεν τον λένε; — Τον είδες; — Τον είδα, και έχει σκοπόν να έλθη.

Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη; Οι στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν. — Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από κανένα, ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα συγκινητικά . . . — Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά δειλώς διακόπτων ο υπηρέτης. — Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς.

Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθη και εκδιώξη διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον σ ο φ τ ά ν, αλλ’ ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος. — Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!

Εκείνη εις την πρύμνην καθημένη, εδέχετο κατ' όψιν το ωχρόν φως της σελήνης, το οποίον επέχριεν ως με αργυράν κόνιν τους αβρούς χαρακτήρας του ωραίου προσώπου της. Ο νέος την εκύτταζε δειλώς. Δεν ήτο ναύτης, αλλ' είξευρε να κωπηλατή, ως ανατραφείς πλησίον του κύματος.

Εις τα εκατόν πενήντα μόνον τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου. — Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο αυθέντης τι κάμνει. — Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις τα πεντακόσια . . .

Μεταξύ των γυναικών έγινε κίνησις μεγάλη και τόσος ψίθυρος, ώστε τινές των ανδρών εστράφησαν αδημονούντες. Αλλ' αι γυναίκες η μία μετά την άλλην επλησίαζον διά να ίδουν το θαύμα εκείνο και δειλώς εξέτεινον τα χέρια και το επέψαυον ακροθιγώς, απευθύνουσαι διαφόρους ερωτήσεις προς την κόρην, εις τας οποίας έσπευδε ν' απαντά η μητέρα.

Το μεν πλοίον εφάνη πλέον δειλώς πέραν του ακρωτηρίου της Αγίας Ελένης, και ελθόν προσωρμίσθη ου μακράν του Αγίου Σώστη. Εκ του φρουρίου όμως ουδέν σημείον ηκούσθη. Τέλος, περί ώραν τετάρτην της ημέρας, όταν ο ήλιος είχεν ανέλθει ήδη πολύ υψηλά, οι δώδεκα σύντροφοί των κάθιδροι και πνευστιώντες έφθασαν άπρακτοι πλησίον των. Ο Άγιος Σώστης είχε κάμει το θαύμα του.

Ο Τρέκλας επλησίασε δειλώς προς τον Πλήθωνα με το εγκάρσιον κίνημα εκείνο του σώματος, το ομοιάζον τόσον καλώς προς τον κλυδωνισμόν της νηός εν σάλω, και τω είπε μίαν λέξιν μυστικά. Οι χαρακτήρες του Πλήθωνος ηλλοιώθησαν. — Τι λέγεις; είπε. — Είνε αλήθεια, αυθέντα. — Και πώς έγεινε αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Ποίος ήλθεν εκεί; — Κανείς. — Πώς έφυγε; — Έφυγε. — Μόνη της; — Δεν ξεύρω. — Πόθεν εξήλθε;

Κ' επανελάμβανε τους αφορήτους στεναγμούς, επιτείνων μάλιστα αυτούς οσάκις τυχόν, πτωχή γειτόνισσα, μη τολμώσα να εισέλθη, ήρχετο δειλώς μέχρι της θύρας και ηρώτα πώς ήτο η ασθενής. Βεβαίως η γρηά Κομνιανάκαινα έπασχεν, αλλ' ίσως εμεγαλοποίει το πράγμα. Έκλαιε «τα νειάτα της», έλεγεν ότι δεν θα προφθάση να κάμη εφέτος Πάσχα.