United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν δε πωλήση κανείς φονέα εν γνώσει και του πωλητού και του αγοραστού, ας μη επιτυγχάνη επιστροφήν διά τοιαύτην πώλησιν, εάν όμως εν αγνοία του αγοραστού, τότε να γίνεται η επιστροφή οιανδήποτε ώραν το αντιληφθή κανείς από τους αγοραστάς, η δε κρίσις να γίνη ενώπιον πέντε νομοφυλάκων, των νεωτέρων από όλους, αν δε αποδειχθή δικαστικώς ότι το εγνώριζε, τότε και τας οικίας του αγοραστού ας καθαρίση συμφώνως με τον νόμον του ερμηνευτού και ας πληρώση εις τον αγοραστήν το τριπλάσιον του αντιτίμου.

Μία των μορφών τούτων ήτο, ότι συνείθιζον ούτοι προς τοις άλλοις εγκλήμασιν, άτινα διέπραττον, να πωλώσι, τα ίδια τέκνα των, οσάκις εύρισκον αγοραστάς, και μάλιστα τας θυγατέρας, όσαι ήσαν ανεκταί το είδος. Η Αϊμά λοιπόν ανεμνήσθη συγκεχυμένως το πράγμα τούτο. — Θα μ' επώλησεν, είπε καθ' εαυτήν, και θέλει να με παραδώση εις τον αγοραστήν, όστις ευρέθη να με αγοράση.

Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς.

Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη; Οι στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν. — Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από κανένα, ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα συγκινητικά . . . — Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά δειλώς διακόπτων ο υπηρέτης. — Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς.

Ιδού λοιπόν εγώ πωλητής παστών εν πλήρει αγορά! Κατέλαβα θέσιν κατάλληλον εις την μικράν παρά την προκυμαίαν πλατείαν και ήρχισα μετά τινος, κατ' αρχάς, δειλίας να προσκαλώ αγοραστάς. Ήτο εισέτι πολύ ενωρίς, αλλ' αγορασταί δεν έλειπον, οι δε ιχθύς μου ήσαν εις ζήτησιν και η υπόθεσις προέβαινε κατ' ευχήν.

ΖΕΥΣ. Άλλον κάλεσε, εκείνον που είνε κουρεμμένος σύρριζα και σκυθρωπός, τον Στωικόν. ΕΡΜ. Καλά λέγεις, διότι πολλοί από τους αγοραστάς αυτόν περιμένουν. Πωλείται η προσωποποίησις της αρετής, η τελειωτάτη ζωή. Ποιος θέλει να γνωρίζη τα πάντα μόνος εξ όλων των ανθρώπων; ΑΓΟΡ. Πώς το είπες αυτό;

Όσον δ' επροχώρει η πώλησις κατά τοσούτον εσυνείθιζα, και με κατελάμβανε της επιτυχίας ο ενθουσιασμός, και μ' εκυρίευεν ο ζήλος του έργου, αμιλλώμενος δε προς τους άλλους παρ' εμέ πωλητάς επήνουν την πραγματείαν μου, και ύψωνα την φωνήν, όπως ελκύσω αγοραστάς, και ελησμόνουν την πρώτην μου περί τας κινήσεις και τας χειρονομίας συστολήν.

Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματά μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.

Αλλ' εκείνοι τουλάχιστον, αντί να ληστεύωσι και τους συγγενείς ακόμη ζητούντες λύτρα, ήναπτον πυράν παρά την όχθην της θαλάσσης, ίνα ειδοποιήσωσι τους παραπλέοντας αγοραστάς, εις ους επώλουν αυθημερόν τον αιχμάλωτον, ωφελούντες ούτω αντί να βλάπτωσι τους κληρονόμους.