United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Η αμάθεια λοιπόν εκείνων που είναι φοβερά και εκείνων όπου δεν είναι φοβερά, τούτο δεν είναι η δειλία; — Έκαμε νεύμα ότι το παρεδέχθη. Σωκράτης Αλλ' όμως, είπον εγώ, η ανδρεία είναι το εναντίον της δειλίας; Πρωταγόρας Ναι, είπε. Σωκράτης Η γνώσις λοιπόν των φοβερών και των μη φοβερών πραγμάτων δεν είναι εναντία εις την αμάθειαν αυτών; — Και εις τούτο ακόμη έκαμε νεύμα ότι το παραδέχεται.

Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου: — Για πέντε συχνάτσες!

Είπε κι' εκείνος ένιωσε το Φοίβο σαν τον είδε αγνάντια εκεί, και χούγιαξε στον Έχτορα με πάθος «Έχτορα κι' οι λοιποί αρχηγοί των Τρώων και βοηθώνε, 335 ντροπής σας αν ως στο καστρί οι παινεμένοι Αργίτες τώρα έτσι σβάρνα αν θα μας παν παράλυτους της δείλιας!

Κανέν· εάν όμως μας ήρχετο από πουθενά, θα ήτο εις τίποτε χρήσιμον διά τον νομοθέτην; λόγου χάριν θα ημπορούσαμεν να συζητήσωμεν πολύ καλά περί αυτού τα εξής με αυτόν: ειπέ μας, καλέ νομοθέτα, είτε διά τους Κρήτας είτε δι' οποιουσδήποτε άλλους νομοθετείς, πρώτον μεν θα εδέχεσο άραγε να είσαι ικανός να λαμβάνης έλεγχον περί της ανδρείας και δειλίας των πολιτών; Ναι, θα έλεγε βεβαίως πας τις.

Διά το σώμα του Ιησού είχε παρουσιασθή άνθρωπος όπως λάβη άδειαν παρά του Πιλάτου να το θάψη. Καίτοι εκ δειλίας ή εξ αδυναμίας δεν είχε κηρύξει αναφανδόν μέχρι τούδε την πίστιν εις τον Ιησούν, αλλ' όμως δεν μετέσχε της ψήφου του Συνεδρίου ούτε συνήνεσε εις την πράξιν των. Και η λύπη και η αγανάκτησις ενέπνευσαν αυτώ θάρρος.

Οι ανδρείοι λοιπόν από αυτούς δεν υπομένουσι τον θάνατον, όταν τον υπομένωσιν, από φόβον μόνον μεγαλυτέρων κακών; Αυτό είναι αλήθεια, είπεν ο Σιμμίας. Όλοι λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, είναι ανδρείοι, διότι φοβούνται και η ανδρεία των είναι αποτέλεσμα φόβου, εκτός των φιλοσόφων. Και όμως είναι απρεπές να είναι κανείς ανδρείος ένεκα φόβου ή δειλίας. Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.

Η Αϊμά δεν απήντησεν. Επεθύμει να φύγη, και δεν ηδύνατο. Το συνέχον αυτήν αίσθημα ήτο κράμα φόβου, συγκινήσεως και δειλίας. — Μήπως ονειρεύομαι; έλεγε καθ' εαυτήν. — Πού κατοικείς; τη είπε μετ' αγαθότητος ο ξένος. Η νέα εψεύσθη. Αγνοώ αν τυχαίως ή εκ προθέσεως. — Κατοικώ πολύ μακράν, εψιθύρισεν. Αλλ' ο άγνωστος έλαβε τότε ενδιαφέρον. — Ειπέ εις ποίον μέρος, διά να σε οδηγήσωμεν εκεί.

Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.

Κατά την ώραν του προγεύματος ήλθε να κλωθογυρίση περί την άσπρην όρνιθα, μετά δειλίας όμως και συστολής, ως σύζυγος αισθανόμενος ότι έχει όλα τα άδικα και μη βέβαιος αν θα συγχωρηθώσιν. Εκείνη εκαμώνετο ότι δεν τον βλέπει.

Δηλαδή ούτε από το ακροατήριον πρέπει να μανθάνη πώς να κρίνη ο αληθής κριτής συγχυζόμενος και από τον θόρυβον του λαού και από την αμάθειάν του, ούτε πάλιν, εάν έχη γνώσεις, ένεκα της ανανδρίας και δειλίας του με το ίδιον στόμα με το οποίον επεκαλέσθη τους θεούς, όταν επρόκειτο να κρίνη, με το ίδιον να ψεύδεται και να εκφράζη αβασανίστως την κρίσιν.