United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς λέγεις; Ηρώτησεν ο Σιμμίας. Αυτό οπού λέγω, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης είναι ωσάν τα εξής· η παράστασις του ανθρώπου είναι βέβαια άλλη και η παράστασης της λύρας άλλη. Και πώς όχι; Είπεν ο Σιμμίας.

Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό. — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια: Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του. — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης.

Και σε παρακαλώ να το ενθυμήσαι αυτό, Φίλων, διότι θα μας χρησιμεύση εις την διήγησιν. ΦΙΛ. θα το ενθυμούμαι. ΛΥΚ. Είπε λοιπόν ο Ίων• Αρχίζω πρώτος, αν θέλετε. Και αφού εσκέφθη επ' ολίγον εξηκολούθησεν• Έπρεπεν ίσως, ενώπιον σοφών ως οι παρόντες να ομιλήσω περί ιδεών, αΰλων και αθανασίας της ψυχής• αλλά διά ν' αποφύγω τας αντιλογίας εκείνων οίτινες έχουν αντιθέτους ιδέας, θα ομιλήσω περί γάμου.

Και ο Μπάρμπα-Σταύρος έγεινε τοιούτος, αφού προηγουμένως είδε πολλάς τσαντίλας να πέσουν και να καταπλακώσουν τας μηνύσεις του· διά τούτο τώρα επροτίμα να καταπλακώνουν τον στόμαχόν του, ενόσω πάντοτε εις τα χωρία θα υπάρχουν παληόιδες νοστιμευόμεναι τα τρυφερά θηλιάσματα και ειρηνοδίκαι αγαπώντες τα γαλακτώδη της ποίμνης δώρα. — Για τ' καλή χρονιά, κολλήγα, εξηκολούθησεν ο ποιμήν.

Πώς να σας διηγηθώ τότε την σκοτίαν, εις την οποίαν έζησα ένα ολόκληρον χρόνον; Ήμουν ζωντανός εις τον Άδην. — Αλήθεια, γυιε μ'! διέκοψεν η γραία. Εν τούτοις δεν έπαυσε ποτέ να ελπίζη εις την θαυματουργόν χάριν της χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Αλλά το παράπτωμά του δεν είχεν ακόμη συγχωρηθή.

Υπάρχει έν, είπεν ο Κέβης. Ποίον; ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ο θάνατος, απεκρίθη ο Κέβης. Η ψυχή λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, δεν θα δεχθή ποτέ το εναντίον εις εκείνο, το οποίον φέρει πάντοτε μαζί της, καθώς εμείναμεν σύμφωνοι συνεπεία των προηγουμένων συλλογισμών μας. Τούτο είναι και παρά πολύ βέβαιον, είπεν ο Κέβης. Τι λοιπόν λέγεις; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης. Ανάρτιον, είπεν ο Κέβης.

Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Κατόπιν ο καπετάν-Φαφάνας εξηκολούθησεν: — Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!

Όλως διόλου, είπεν ο Κέβης. Αλλά νομίζω βέβαια, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ότι θα αφήση το σώμα τυλιγμένη με εκείνο το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον και η συναναστροφή και η συνεύρεσις με το σώμα, επειδή πάντοτε ευρίσκετο μαζί με αυτό και το επεριποιείτο πολύ, κατέστησαν εις αυτήν ωσάν φυσικόν. Βέβαια, είπεν ο Κέβης.

— Ο Πετρώνιος δεν μας την ήρπασε διά τον Καίσαρα, εξηκολούθησεν ο γηραιός στρατηγός με την συρίζουσαν φωνήν του διότι θα εφοβείτο να κάμη εχθράν την Ποππέαν· το έκαμεν άρα διά τον εαυτόν του ή και διά τον Βινίκιον..... εντός της σήμερον θα το μάθω. Μετ' ολίγον το φορείον τον έφερε προς το Παλατίνον. Ο Άουλος εσκέπτετο ότι δεν θα τον άφιναν να εισδύση μέχρι του Νέρωνος.

Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα: — Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . . Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως. — Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . . .»