United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτός ο ξένος, που τα πέταξε κ' έφυγε σαν τρελλός, θα έπαθε φαίνεται. Εις το διάστημα τούτο, ενώ ωμίλει ο γέρων, συγχρόνως περιέκρυψε το δοχείον εντός σάκκου τινός των φύλλων, αι δε γυναίκες ητοιμάσθησαν προς αναχώρησιν. — Θα ήταν στοιχειωμένα! επανέλαβεν ο γέρων. — Λοιπόν τότε κ' ημείς; . . διέκοψεν η Ελένη εν φόβω . .

Πούθεν είσαι, καλόπαιδο, δε μου λες; Διέκοψεν αίφνης φωνή υπερτρέμουσα τον ενωμοτάρχην. Συγχρόνως οι χωρικοί ήνοιξαν δίοδον και προσήλθεν υψηλόσωμος γέρων, υπερεκατοντούτης, μ' εξημμένην κάπως την αρρενωπήν μορφήν, αναμετρών από κεφαλής μέχρι ποδών αυτόν.

Εις τους λόγους τούτους εχάρην τόσον πολύ, ώστε του έδωκα τα αναγκαία χρήματα προς απολύτρωσιν του υιού του, ελπίζων ότι ο γενναιόδωρος Βινίκιος θα μου τα αποδώση διπλάσια. — Χίλων, διέκοψεν ο Πετρώνιος, εις την διήγησίν σου το ψεύδος, καθώς το έλαιον, επιπλέει εις την επιφάνειαν της αληθείας.

Όχι, αφέντη, διέκοψεν ο παις, δους προσοχήν εις το τελευταίον μέρος της ομιλίας, εν ώ συγχρόνως, αφού πλέον εξήναψεν η πυρά ασφαλώς, κατεγίνετο να πλύνη εντός πηλίνης χύτρας ευρείας εντόσθια νεοσφαγέντος μικρού αιγιδίου, προστριβών καλώς εν τω παγερώ ύδατι και την αρτίγδαρτον κεφαλήν του σφαγέντος ζώου, δι' ων θα ητοίμαζον το όρθριον των Χριστουγέννων πασχάλειον γεύμα.

Ήχος βημάτων βαρέων προχωρούντων προς την οικίαν διέκοψεν αίφνης την έξω ησυχίαν. Τα βήματα διεκόπησαν προ της θύρας, και το άνω φύλλον αυτής, υπείκον εις πίεσιν χειρός ωθούσης έξωθεν, έτριξεν ελαφρώς και ηνοίχθη κατά το ήμισυ.

Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον. — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ- Δημάκης.

Μετά το κωμικόν τούτο πάθημα, διέκοψεν επί μακρόν πάλιν τας προς τους ανθρώπους σχέσεις του. Οσάκις δε κατέβαινε διά να μεταλάβη, δεν εχρονοτρίβει πλέον εις την αυλήν, αλλ' αμέσως ανεχώρει. Εις την ερημίαν η φαντασία του είχε προσωποποιήσει τα πάντα και σχηματίσει κόσμον χιμαιρικόν, εις τον οποίον δεν ησθάνετο την μόνωσιν. Εις τον κόσμον εκείνον μάλιστα ευρίσκοντο καί τινες των χωριανών του.

Την ημέραν όμως που ετελείωνε το σαρανταήμεροθυμούμαι καλά· ο άρρωστος και ο φιλάργυρος δεν κάμνουν λάθος εις το μέτρημαβλέπω κ' έρχεται, καθαρά-καθαρά πλέον, την αυγήν, ο άγιος Γεώργιος, 'ς τον ύπνον μου. — Άη μ' Γιώργη! Διέκοψεν η Θωμαή, κάμνουσα τον σταυρόν της. — Άη μ' Γιώργη! προσέθηκε και η γραία. — Βλέπω τον άγιον Γεώργιον, καθώς τον είδα ζωγραφισμένον εις το εγκόλπιον του αρχιερέως.

Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν. — Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο κούτσουρο είνε ο τυφλός. Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε. — Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος.

Αλλά, την διέκοψεν ο πατέρας, είπες ότι θα εύρισκες ένα ολόχρυσο φόρεμα; — Πώς χαίρομαι, πατέρα μου, διότι δεν το ηύρα. Με βάρκα είχα επιθυμήσει να σ' εύρω. Αλλ' ο πατέρας εβγήκε πάλιν έξω και εζήτησε κατά γης. — Εδώ είνε και το φόρεμα, εφώναξε, να το· και εσήκωσεν υψηλά ένα κασσελάκι.