United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θύρα η αντικρύζουσα εις την αυτοκρατορικήν εξέδραν έτριξεν επί των στροφέων της και εκ του στομίου του σκοτεινού εξήλθεν εις την κονίστραν ο Λιγειεύς Ούρσος. Ο γίγας εκάμμυε τους οφθαλμούς θαμβωμένος. Επροχώρησε μέχρι του κέντρου και τα περιστρεφόμενα βλέμματά του εζήτουν να ίδουν ποίον θα είχεν αντιπαλαιστήν.

Ήχος βημάτων βαρέων προχωρούντων προς την οικίαν διέκοψεν αίφνης την έξω ησυχίαν. Τα βήματα διεκόπησαν προ της θύρας, και το άνω φύλλον αυτής, υπείκον εις πίεσιν χειρός ωθούσης έξωθεν, έτριξεν ελαφρώς και ηνοίχθη κατά το ήμισυ.

Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού: — Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν: — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

Αλλά και οι δύο πάσσαλοι θα είναι εξ άπαντος της αυτής προελεύσεως και της αυτής στερεότητος. Διατί δεν έτριξεν επίσης και δεν σαλεύει και ο υπό τους πόδας μου; Διότι το βάρος εκεί ολιγώτερον, η δε φθορά κατά συνέπειαν βραδυτέρα. Αλλ' εάν ο είς μόνος πάσσαλος θραυσθή, ενώ ο άλλος αντέχει εισέτι, ο εξώστης θα κρεμασθή χωρίς διά μιας να καταπέση.

Η πυρά έτριξεν επανειλημμένως, σπινθήρες τίνες ανερριπίσθησαν κ' ευθύς λαμπραί κυανέρυθροι φλόγες ανήλθον μέχρι της οροφής. Συγχρόνως όλα τ' άψυχα εκείνα πράγματα, τ' απαρτίζοντα τον πλούτον του δωματίου, ως να επέπνευσε ζωή τις επάνω τους, ήρχισαν να κινούνται, προξενούντα διαβολικόν θόρυβον.

— Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθειακούει βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος. — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα. Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα, κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος, τρέμουσα, παραπαίουσα.

Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά το κορμί του άλλου που θάρθη. Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα μου τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον που θάρθη. Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη. Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για κείνον που αργεί.

Και τυλιχθείς με την κάπαν του ο Πρωτόγυφτος εξηπλώθη ανέτως επί του χαλικοστρώτου εδάφους, θεις και τα πέδιλά του ως προσκεφάλαιον. Ενώ δε η Αϊμά συνήπτε τας χείρας και διετέλει εν τη εσχάτη εκείνη της απογνώσεως στιγμή, εφ' ης η αρχαία ποίησις και τέχνη δεν εύρεν άλλο κορύφωμα να επιθέση ή την απολίθωσιν, αίφνης κρότος ηκούσθη, η θύρα έτριξεν επί των στροφίγγων της και εισήλθεν ο Πλήθων.