United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εάν, ό μη γένοιτο, τύχη να oρμήση επάνω σας σκύλος λυσσασμένος και δεν κρατήτε ή όπλον ή ξύλον αρκετά δυνατόν διά να του σπάση το καύκαλον, προσέχετε προ παντός άλλου να προφυλάξετε τας χείρας σας. Αν ζητήσετε με τας χείρας να παλαίσετε προς το ζώον, θα σας τας δαγκάση. Σεις οι φραγκοφορεμένοι έχετε το καπέλον, εγώ το καλυμμαύχιόν μου, ο φουστανελλάς το φέσι του.

Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ' εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νουν σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! — Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ' επήγε... Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!... Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης.

Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτηςΘεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάειτην εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν.

Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον. — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας! Ήτο παραμονή του Αγίου Νικολάου.

Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον. Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου. Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν. Και δεν είχον άδικον. Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν: — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.

Δεν περνάνε δύο λεφτά κι ο λεβέντης δίχως σπαθί, δίχως φέσι, δίχως τσαρούχια, φορτωμένος μίαν αγκαλιά ξύλα, τρέχει κατατρομασμένος, κίτρινος σαν το φλουρί, και μουρμουμουρίζει σαστισμένος κάμνοντας το σταυρό του: — Πάτερ 'μών!... — Πατερίτσα στο... φωνάζει ο κυρ λοχίας. — Πάτερ 'μών κυρ λοχία, να, πάηνα για ξ 'λάκια μέσα στο ρέμμα κι άξα βοητό από νταούλια και ζουρνάδες... — Νταούλια, μωρέ!

Ο Μαλαματένιος έκαμε να σηκωθή από τη θέση του· μα τον πρόλαβε η Ελπίδα. Μ' ένα αντροπήδημα τινάχτηκε όξω κ' έβαλε ολόχαρες φωνές : — Μπα, καλώς τους! καλώς ήρθατε. Για τούτο λοιπόν σπάρναε σήμερα το μάτι μου; — Καλώς κοπιάζετε στο φτωχικό μας· είπε κι ο Μαλαματένιος, βγάζοντας το φέσι του· καλορροίζικο το κίνημά σας.

Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά. — Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.

Αράν κι' ο Φάουστ Φασουλής σκληράν παραληρεί!... καταραμένον παν καλόν επίγειον κι' αιθέριον, και ό,τι εκ του σώματος ημών αποχωρεί ως φωσφορώδες, ως υγρόν, ως στερεόν κι' αέριον. Κατάρα σ' ό,τι κάλυμμα η κεφαλή φορέση, 'ψηλό καπέλο, ψάθινο, καστόρι, σκούφια, φέσι, κι' εις ό,τι τα ποδάρια μας κοσμεί και περιβάλλει, παντούφλα, καραμάντουλο, τσαρούχι και στιβάλι.

Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι τας αθλίας ελαίας. Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.