United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως, ναι, για το λαό εμίλησε καλά: «Κυττάχτε με! έχω κ' εγώ ανάγκη από ψιλά• μα σας το λέγω παστρικά: να σώσετε την πόλι και τους πολίτες• κ'οι γυμνοί όταν θα πάρουν όλοι, σαν πιάση βαρυχειμωνιά, απ' τους εμπόρους χλαίνας, ε, δεν θα πάρη από μας πλευρίτωμα κανένας.

Τις μέθησε ο μπάτης κι ο ήλιος· άφησαν ορθάνοιχτα τα παράθυρά τους, έβαλαν τα πιο ψιλά και διάφανά τους σαλβάρια, κ' έπιασε καθεμιά τους απ' ένα σελτέ. Τι ανάγκη την έχουνε! Ζουν κι ανθοβολούν απαράλλαχτα σαν τα λουλούδια που σεριανίζαμε στην αυλή. Το τέφι στον τοίχο, χάμω στην κώχη η χρυσοπλούμιστη η ταρμπούκα, ξέννοιαστη και βουβή.

Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.

Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερικές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ' αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλήτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορή να τις πιάση. Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσης.

Ο αέρας πάντα νοτερός και κρύος που περόνιαζε ως τα κόκκαλα τα κορμιά μας σφύριζε, χτυπούσε στα κλαδιά των γυμνών δέντρων κ' άφινε ψιλά, ψιλά παράπονα που σούρχουνταν ακούοντάς τα, ν' αρχίσης να κλαις χωρίς να ξέρης γιατί.

Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.

Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος. — Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά; — Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι; — Με το κοντάρι. — Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι. — Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις; — Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος. — Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος.

Κ' έτσι δεν επνίγηκες, Στέφανε; τώρα, θαρρώ, δεν επνίγηκες· επέρασ' η ανεμοζάλη; εγώ εκρύφθηκ' αποκάτου από τη γούνα αυτού του ψοφημιού, γιατί εσκιάχθηκα τον καιρό. Λοιπόν ζης, Στέφανε; Ω. Στέφανε, δύο Νεαπολίταις γλυτωμένοι! ΣΤΕΦΑΝ. Στη ζωή σου, μη μ' ανακατώσης τόσο το στομάχι· δεν βαστάω πάρα πολύ. ΚΑΛΙΜΠ. Τούτα είναι ψιλά πράμματα, μην ίσως είναι και πνεύματα.