United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερα το πρωί επέρασ' απ' εδώ ένας άνθρωπος κουτσός. — Ποίος; — Ένας γνώριμος του ανδρός μου. Και μας είπεν ότι χθες βράδυ έγεινεν άφαντη από το μοναστήρι των καλογραιών μία νέα γυφτοπούλα. — Αι, και τι μ' αυτό; — Λοιπόν αυτός ο γέρος εκεί είνε γύφτος, μου φαίνεται. Και η νέα ειμπορεί να είνε εκείνη η γυφτοπούλα, όπου έφυγεν από το μοναστήρι. — Αι, και τι μας μέλει;

Ο οδοιπόρος εκάθισε και ήρχισεν ασήμαντον συνδιάλεξιν με τον γέροντα. — Πώς πάγουν η δουλειαίς; — Πώς θέλεις να πάγουν; — Πάγουν καλά; — Στραβά και ανάποδα, απήντησεν ο Γύφτος. Γμ.. — Δεν έχετε πολλή δουλειά; .. — Τίποτα. — Δεν κερδίζετε πολλά;... — Κεσσάτια, είπεν ο Γύφτος. — Το έχουν η χρονιαίς, φαίνεται. — Λόγια. Εγώ δεν θυμάμαι καμμία διαφορά από χρονιά εις χρονιά... — Όλο τα ίδια;

Γυρίζει ο γύφτος το σουβλί... Το χέρι του ανεμίδι... Κι' όταν εμένανε νεκρά καμμιά φορά από δείλια Ταφωρεσμένα δάχτυλα και τάφρυγεν η πύρη, Τότε ξυλιαίς και σάλαγος, κεντήματα και πέτραις. Φωνάζει κι' ο Χαλήλμπεης... — Παληόγερε, ανδρειέψου... Μέριασε εκείνο το δαυλί... για ιδές, ανάθεμά το Τι γλώσσαις όπου επέταξε, και πώς τον έχει ζώση!... Θα τον ρουφήξη γρήγορα... Ταράξου.. μέριασέ το...

Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά. Κλεφτά, κλεφτά κι' ο γύφτος Χωνεύειτην κουφάλα του. Κανείς δεν απομένει Παρ' η αχτίδες του ηλιού, που ασπάζονται το μνήμα. Προσάναμμα, αποκλάδι. σ. 251 Προσάναμμα ξηροί λεπτότατοι κλαδίσκοι, δι' ων ανάπτει τις φλόγα. Αποκλάδια κυρίως αι των αμπέλων κλαδευόμεναι ράβδοι και χρησιμεύουσαι εις τον αυτόν σκοπόν. Χλωροκομμένο φρύγανο, σ. 251

Η «Αγάπη» δεν εξαντλεί όλο το βάθος κι όλο το πάθος της αγάπης, ίσως επειδή την έχει από καιρό ξεπεράσει ο Γύφτος. Αλλά είναι γιομάτο ιδέες χτυπητές. Και τους «Θεούς» τους έχει ξεπεράσει ο Γύφτος, όχι όμως και τους «Αρχαίους». Ο «Θάνατος των αρχαίων», το πέρασμα κείνο των ειδώλων, είναι θαυμάσιο. Ο στίχος κι ο ρυθμός, ο πλούτος και το ανυπόταχτο των ρυθμών και στίχων, με μαγεύουν σ' όλο το ποίημα.

Μήπως σου θέλω εγώ κακόν; Διατί δεν έχεις εμπιστοσύνην εις εμέ; — Εγώ; το ενάντιο, είπεν ο Γύφτος. — Και όμως δεν έχεις εμπιστοσύνην. — Ο Θεός να μη το δώση! — Διατί τότε δεν θέλεις ν' αποφασίσης; — Ξεύρω κ' εγώ; είπεν ο Πρωτόγυφτος, αρχίσας να εκφράζη τους δισταγμούς, ους υπηνίττετο ο άρχων. — Διατί να μη θέλης να κάμης με το καλόν έν πράγμα, ενώ εγώ δύναμαι άλλως να σε βιάσω να το κάμης;

Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν. — Και δεν τον κατάφερες ακόμη; — Όχι. Σε θέλει. — Τι με θέλει; — Σε θέλει διά να ζεσταίνεται. — Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα! — Δεν με πιστεύεις; — Αλήθεια, γέρο μου; — Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... Γμου!.. Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν.

Κάμνω απ' όλα, είπεν ανυπομόνως ο Γύφτος. — Τότε θα μου κάμης. — Θα σου κάμω. — Και εις πόσον καιρόν; — Τι πράγμα; — Πότε ειμπορείς να τελειώσης την παραγγελίαν μου; — Δεν μου την είπες. Ειπέ μου πρώτα. — Τι να σ' είπω; — Την παραγγελία σου. — Αλλά σου την είπα, μοι φαίνεται. — Πώς; — Απ' όλα αυτά μου χρειάζονται. — Ποία όλα; — Όλα όσα κάμνεις. — Θέλεις κάθε λογής πράγματα; — Ναι.

Δεν θα σε αφήσω, είπε τολμηρώς ο Μάχτος, τύψας το έδαφος διά του ποδός. — Ακόμη εδώ είσαι; έγρυξεν ο Γύφτος. Άμε χάσου γρήγορα. Κρου!..... Η Αϊμά είχε ρίψει βλέμμα επί του Μάχτου, και μεθ' όλον το ψηλαφητόν σκότος, οι τέσσαρες ούτοι οφθαλμοί έλαμπον αρκούντως, ώστε να συνεννοώνται. Το βλέμμα εκείνο ήτο ικευτικόν και εξέφραζεν υπερτάτην οδύνην και απόγνωσιν.

Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος. — Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων. Ο Γύφτος δεν απήντησε. — Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη. Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα. — Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου. — Άμποτε, είπεν ο Γύφτος. — Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου.