Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
— Σε καρτερώ! του απάντησε ο Ισλιάμ Μπέντος. Ο Καραϊσκάκης, νευρικός κι' ανυπόμονος, έτρεμε πριν αρχίση ο πόλεμος. Κοντά του ήταν ο Τσάκας, πελώριος παληκαράς, παλιός του σύντροφος. Γυρίζει και λέει 'σ τον Καραϊσκάκη· — Τι τρέμεις, ωρέ Γύφτο; Φοβάσαι; Και του τραβάει έναν κατακέφαλο. Τον έφαγε καλόν, χωρίς να θυμώση ο Καραϊσκάκης. Γύφτος ήταν το παράνομά του, γιατί ήταν μελαψός.
— Ότι ο άρχων έχει ανάγκην... — Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος. — Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος. — Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί. — Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος. — Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων. — Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος. — Και τούτο καλόν.
Τέλος αν βήξη κανείς ή πταρνισθή, ο πρώτος λόγος του άλλον οπού θα τύχη εκεί, δεν είνε το να ευχηθή υγείαν εις εκείνον που πταρνίζεται, αλλά «εξορκίζω σε, Μάγε». Και έτσι νομίζει ότι εξοφλεί από κάθε εναντίον. Ο Γύφτος ήκουε χωρίς να ομιλή. Ο ξένος επανέλαβε μετά μικράν παύσιν· — Σε βεβαιόνω, τον λυπούμαι καμμίαν φοράν τον δυστυχή τον κύριόν μου, δι' αυτά που υποφέρει αδίκως. Ενώ είνε τόσον καλός!
Πλειότερον εκτιμάς εσύ ταις σκωριαίς παρά εκείνος το μάλαμμα. — Αληθινά; είπεν ο Γύφτος μετά θαυμασμού. — Αληθινά, επανέλαβεν ο ξένος. Και είνε φυσικόν. Διότι εκείνος δεν ειμπορεί να έχη ανάγκην από χρήματα. — Είνε δα πολύ πλούσιος, θα πη; — Όχι ότι είνε πλούσιος. Αλλά ειμπορεί να έχη όσα χρήματα θέλει. — Δεν το αγροικώ αυτό τι θέλει να πη.
Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και... — Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό; — Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος. — Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα.
— Τι θέλεις, πατέρα; είπε τρέμων. — Σηκώσου, Αϊμά, έκραξεν ο Πρωτόγυφτος με κεραυνώδη φωνήν. Η νέα εστηρίχθη επί της ετέρας των πλευρών και έτριβε τους οφθαλμούς. — Σηκώσου, κόρη μου, είπεν ο Γύφτος με πραότερον τόνον. — Τι την θέλεις, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος αγωνιών. — Σηκώσου, επανέλαβεν ο Γύφτος, χωρίς να στραφή προς υιόν του.
Τη απέτεινε τον λόγον μετά δισταγμού, αλλ' εκ του ήχου της φωνής της, ότε αύτη απήντησε, την ανεγνώρισεν εντελώς. Η νεάνις παρεσύρθη υπ' αυτού μη έχουσα δύναμιν ίν' αντισταθή, και απεμακρύνθησαν. Ο Γύφτος ωδήγησε την Αϊμάν εις λόχμην τινά, γνωστήν εις αυτόν, διότι κατά τας προλαβούσας ημέρας είχε κατοπτεύσει το έδαφος, και πολλά είχεν ανακαλύψει.
Η μήτηρ τους απεκάλει &μεγάλον& και &μικρόν&. Ως δείγμα περί του τρόπου, καθ' ον συνεννοούντο προς άλληλα τα τέσσαρα ταύτα πρόσωπα, αρκεί να παράσχωμεν το εξής· Ο Βούγκος, έθετε τον σίδηρον εις το πυρ και ετραγώδει: Με το βαρειό, με το βαρειό, ξυπνά ο γύφτος το χωριό. Το χωριό, το χωριό. Τρα λα λα λα ρο λα ρο... Για το σφυρί, για το σφυρί, Τρελλαίνεται κι' η λυγερή. Λυγερή, λυγερή.
Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα.
Η επική διήγηση του ποιήματος μόλις διακρίνεται, γιατί η λυρική μουσική τη σκεπάζει, την πνίγει, κάποτε. Ο Γύφτος είναι σα μια πρόφαση, για να πήτε πιο ξάστερα και πιο ελεύθερα εκείνο που στοχάζεσθε. Αλλά τι καλά διαλεγμένη που είναι η πρόφαση αυτή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν