United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιουτοτρόπως μεν παρώτρυνεν ο Νικίας τον στρατόν διατρέχων τας τάξεις αυτού, και, εάν έβλεπε στρατιώτας χωρούντας ατάκτως, τους συνήθροιζε και τους ετακτοποίει. Αφ' ετέρου δε ο Δημοσθένης απέτεινε τα αυτά περίπου εις τους στρατιώτας του. Ο στρατός επροχώρει κατά τετράγωνον, με προπορευόμενον το στρατιωτικόν σώμα, το οποίον ωδήγει ο Νικίας και με το υπό τον Δημοσθένην σώμα ερχόμενον κατόπιν.

Η γραία δεν έδωκε κατά το φαινόμενον προσοχήν εις την εκφώνησιν του τυφλού. Εκάθισε πλησίον του και στραφείσα προς τον έπαρχον του απέτεινε τον λόγον, εκφράζουσα άνευ προοιμίων και άνευ περιφράσεων τα παράπονά της κατά της μαγειρίσσης.

Τη απέτεινε τον λόγον μετά δισταγμού, αλλ' εκ του ήχου της φωνής της, ότε αύτη απήντησε, την ανεγνώρισεν εντελώς. Η νεάνις παρεσύρθη υπ' αυτού μη έχουσα δύναμιν ίν' αντισταθή, και απεμακρύνθησαν. Ο Γύφτος ωδήγησε την Αϊμάν εις λόχμην τινά, γνωστήν εις αυτόν, διότι κατά τας προλαβούσας ημέρας είχε κατοπτεύσει το έδαφος, και πολλά είχεν ανακαλύψει.

Καθ' ην στιγμήν δε οι Αθηναίοι επρόκειτο να αρχίσουν την μάχην, ο Νικίας, διατρέχων τα διάφορα σώματα του στρατού, απέτεινε προς όλον τον στρατόν την εξής προτροπήν: 68. «Στρατιώται, προς τι να σας κάμω μακράν παραίνεσιν, αφού όλοι είμεθα ηναγκασμένοι να πολεμήσωμεν από κοινού; Η τοιαύτη προετοιμασία μου φαίνεται μάλλον ικανή να εμπνεύση το θάρρος παρά οι ευγλώττως εκφραζόμενοι λόγοι προς ασθενή στρατόν απευθυνόμενοι.

Ο πρεσβύτερος των δύο, ανήρ λίαν γεραρός με πολιόν γένειον, απέτεινε τον λόγον προς τους εισερχομένους, ο δε νεώτερος κύπτων επί τινος καταλόγου, εφαίνετο εκτελών έργα γραμματέως, απήγγελλεν ονόματα και ποσά, και εσημείου σταυρούς και κεραίας εις το περιθώριον.

Επιστρέφων εκείθεν έκαστος των στρατολόγων, ώφειλε να διέλθη αύθις διά του γραφείου. Τότε ο Πλήθων τω απέτεινε τον λόγον·Πότε θα συνάξης τους άνδρας; — Αύριον. — Πού; — Εις την Σπάρτην. — Και πότε θ' αναχωρήσητε; — ΜεθαύριονΑγαθή τύχη, έλεγεν ενθέρμος ο Πλήθων. Εμπνεύσατε εις τους άνδρας σας πίστιν και ενθουσιασμόν. Πορεύεσθε εις τον μέγιστον κίνδυνον και εις τον ενδοξότατον αγώνα.

Θα σου ζυμώσουν τουλάχιστον καμμιά λειτουργιά; θα σε μνημονεύση κανένας παπάς; Και προσεπάθει να κρύψη τα μάτια του, οπού άρχισαν να βουρκώνουν. — Α! παιδιά! Ως το μεσημέρι να την ξενετάρωμε! απέτεινε τότε παρακέλευσιν προς τους ναύτας, οπού γύρω γύρω συνέρραπτον το παλαιόν εκείνο ιστίον, ο καθένας με την σακκορράφαν του και με το πέτσινο γάντι του.

Τούτο τω εφαίνετο βέβαιον σύμπτωμα ότι ενόσει. Διότι, αφού τα ονειροπολήματα των υγιών ανθρώπων είνε ήδη νοσηρά, πόσω μάλλον τα των νοσούντων θα είνε νοσηρότερα; Εν τούτοις ο φιλόσοφος δεν εφησύχασεν εκ της τελευταίας απαντήσεως της Αϊμάς, και απέτεινε προς αυτήν και άλλην παρατήρησιν. Η νέα εκίνησε τους ώμους και απετέλεσεν ελαφρόν μορφασμόν διά των χειλέων της.

Τον παρετήρουν κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν.

Αφού εξήτασε μετά προσοχής η Αϊμά έκαστον των αγαλμάτων τούτων, δεν είχε πλέον ουδέ σκιάν φόβου εν τη διανοία, αλλά τουναντίον ησθάνετο τόσον θάρρος και οικειότητα, ώστε παρ' ολίγον θ' απέτεινε τον λόγον προς τα σιωπηλά ταύτα αγάλματα. Αλλ' είπε καθ' εαυτήν: «Κρίμα, όπου δεν μιλούνΕν τούτοις και σιωπώντα, ήσαν σύντροφοι της μοναξίας της, και δεν έπαυε να τα θαυμάζη.