United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπιν τούτων ήρχετο η κούρασις τον χορού, το νύσταγμα ευθύς μετά την επιστροφήν, ο βαθύς ύπνος της έως το μεσημέρι και η ιδική βασανιστική αγρυπνία. Δεν κατώρθωνα, όχι να κοιμηθώ, αλλ' ουδέ καν να μένω ήσυχος επί της κλίνης μου.

Μου δίδεις εργασίαν, θα σου την κάμω· δεν ξεύρω εγώ τίποτε πλειότερο. — Ευχαριστώ, είπεν ο Τρανταχτής δάκνων τα χείλη. Και τι θα σου δώσω διά τον κόπον σου; — Ό,τι ευχαριστείσαι, απήντησεν ο Μάχτος. — Και πότε θα είνε έτοιμο; — Αύριον το μεσημέρι χωρίς άλλο. Ο Μάχτος συνέλαβε κατ' αρχάς ιδέαν εγκληματικήν.

Είτανε η καλή ώρα όλου του χωριού που γύριζε στο σπίτι του ν' αλλάξη το λερωμένο μέσα στις λάσπες μια βδομάδα ντύμα του, να πάη στην εκκλησιά του το πρωί της Κυριακής, να κρεοφαγήση το μεσημέρι, να μεθοκοπήση κάμποσο τ' απόγιομα και να κοιμηθή μια νύχτα ακόμα στο σπίτι του, για να ξεκινήση θαμπά τη Δευτέρα για τα χωράφια του. Εκεί απάνω ξεμπουκάρει τ' απόσπασμα στο χωριό.

Είτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα « Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ' έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με το ουράνιο το σημάδι.

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.

ΓΙΑΓΙΑ Μα γιαΤι τη μάλλωσες τόσο σκληρά; Το παιδί μου! Είναι πολύ αισταντικό, και φοβάμαι μην αρρωστήση μ' αυτά σου τα φερσίματα. ΦΙΝΤΗΣ Είναι πράματα, σε παρακαλώ αυτά που κάνει; Το πρωί πρωί που έφευγα, περνώντας από τον κήπο, την είδα ανεβασμένη στη μουριά. Έρχουμαι το μεσημέρι, κ' η αφεντιά της ακόμα δεν είχε ξεσκαρφαλώσει από κει πάνου.

Λοιπόν, διά να απαντήσωμεν, ας μη βλέπωμεν καταντικρύ καθώς εις τον ήλιον, ο οποίος τότε μας φέρει την νύκτα μέσα εις το μεσημέρι, ως να ημπορούμεν ποτέ να ιδούμεν, και να γνωρίσωμεν καλά τον νουν με τα θνητά βλέμματά μας. Αλλά θα είναι ασφαλεστέρα η όρασίς μας, εάν βλέπωμεν προς μίαν εικόνα του πράγματος, το οποίον εξετάζομεν. Πώς εννοείς;

Όλα λοιπόν όσα γινόντανε, για όσους είχανε τα λογικά τους ήτανε ολοφάνερα σημάδια και φωνές του Πάνα, που είχε θυμώσει για κάτι με τους ναύτες· μα δεν μπορούσανε να μαντέψουν την αφορμή, επειδή δεν είχανε γδύσει κανένα αγιοτόπι του Πάνα· και κοντά το μεσημέρι στο στρατηγό, που είχε πέσει σε ύπνο όχι δίχως τη θέληση του θεού, φανερώθηκε ο ίδιος ο Πάνας λέγοντάς του τέτοια: 27. — Ω πιο αλιτήριοι κι' αθεόφοβοι από όλους τους ανθρώπους!

Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και κακανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης. Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάννα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα ταρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος.

Τούτο μόνον είνε γνωστόν, ότι κατά το μεσημέρι, ενώ ο Σαϊτονικολής εγευμάτιζεν, είδεν εισερχόμενον τον αποστάτην, ταπεινόν και συνεσταλμένον. — Επέρασέ σου; του είπε μειδιών. Καλά τώλεγα 'γώ. — Συμπάθησέ μ' αφέντη, είπεν ο Μανώλης με ήθος οσίου και σκύψας ησπάσθη το πατρικόν χέρι. Όποια θες θα πάρω. — Εκείνη που θέλω εγώ τήνε κατέχεις. Τήνε λένε Πηγή.