Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Έτσι πήγαινε η δουλειά, όντας μια μέρα το μπεόπουλο της χώρας γυρίζοντας απ' το κυνήγι, πέρασε με τ' ασκέρι του απ' το μύλο κοντά το μεσημέρι. Ο μυλωνάς σα ραγιάς τους δέχτηκε χαρούμενος, θέλοντας μη θέλοντας. Έσφαξε καπόνια κι έστειλε στη χώρα για κρασί. Το μεσημέρι κάθισαν στην τάβλα το μπεόπουλο και τα συντρόφια του καμιά εικοσαριά.
Και ο καιρός έδειχνε από το μεσημέρι, πως ήτανε σκανδαλισμένος. Είδα εγώ τα θεμέλια· ήταν βουρκωμένα γύρω-γύρω. Και η καμπανίτσα εσήμαινε! — Νταν! Νταν! Νταν!
Τι κρασί ήτον εκείνο! σα λιακάδα χύθηκε στα σωθικά τους. Ήπιε κ' η Λιόλια ένα δαχτυλάκι που της το επιβάλανε στανικώς ο Νίκος κι ο Περικλής έτσι για δυναμωτικό, πουν απ’ το κάθε φάρμακο καλύτερο. Της θειάς Ελέγκως το πρόσωπο, το κόκκινο και πλατύ, άνοιξε πια σαν παπαρούνα το μεσημέρι.
Δηλαδή αφ' ότου σχεδόν αρχίσαμεν να συζητούμεν περί των νόμων, δηλαδή από την αυγήν, έγινε μεσημέρι και εφθάσαμεν εις το πολύ καλόν και αναπαυτικόν αυτό μέρος, χωρίς να ομιλούμεν δι' άλλο τίποτε παρά διά νόμους, και όμως μόλις τόρα τελευταίως μου φαίνεται ότι ηρχίσαμεν να ομιλούμεν κυρίως διά νόμους, όλα δε τα προηγούμενα ήσαν απλά προοίμια νόμων.
Κ' ενώ εμπήκα εκεί σήμερα κοντά το μεσημέρι, βλέπω κάτω από τις ροϊδιές και τις σμερτιές παιδί, που εκρατούσε σμέρτα και ρόιδια, άσπρο σαν το γάλα και ξανθό σαν τη φωτιά· γιαλιστερό σαν να είχε μόλις λουστή. Ήτανε γυμνό, ήτανε μονάχο. Έπαιζε σαν να κορφολογούσε δικό του περιβόλι.
Επέρασαν απ' ταις εννηά έως το μεσημέρι τρεις ώραις, και δεν έφθασεν ακόμ' η παραμάνα! Αν είχε της νεότητος το αίμα και τα πάθη, θα ήτο γοργοκίνητη· τα λόγια μου 'σαν σφαίρα θα την ‘πέτούσαν να ιδή τον αγαπητικόν μου, κι οπίσω πάλιν και αυτός θα μου την επετούσε. Αλλά του γέρου το κορμί τον θάνατον 'θυμίζει· είν' αργοκίνητον, χλωμόν, βαρύ 'σαν το μολύβι.
Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο ταδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κ' η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δος του πια τότε μουρμουρητά και χειρονομίες. — Άφησέ με και τα βολέβω, ακούστηκε κ' έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.
Τήρα με δα πόσο κι' εγώ σφανταχτερός μεγάλος, πατέρας μ' έσπειρε άρχοντας, θεά 'χω αν θες και μάννα· ωστόσο τύχη ανήμερη με καρτεράει και χάρος. 110 Θα φέξει αβγούλα, ή δειλινή θα τύχει ή μεσημέρι, όταν κι' εμένα τη ζωή στη μάχη θα μου πάρουν ή με κοντάρι ή ρήχνοντας σαΐτα από δοξάρι.»
Φιντή, πάνε όλα. ΦΙΝΤΗΣ Λέγε μου καθαρά τι συμβαίνει, λέγε μου γλήγορα τι συμβαίνει. Σταθήτε να μάσω το μυαλό μου, και θα σας τα πω όλα με τη σειρά. Ά! ναι, θυμάστε που το μεσημέρι μου είπατε με κάθε θυσία, να προχωρήσουμε στη δουλειά, να κινήσουμε δηλαδή το μεγάλο ψαλίδι, για να κόψη εκείνες τις σιδερένιες πλάκες; Έκαμα όπως με διατάξατε. Η δουλειά πήγαινε ταχτικά όλο τ' απόγιομα.
Διερχόμεθα την θερμοτέραν εποχήν του έτους, όταν το άστρον, που σεις ονομάζετε κύνα, κατακαίει τα πάντα και ξηραίνει τον αέρα• επειδή δε είνε και μεσημέρι και ο ήλιος βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια μας, δίδει ανυπόφορη κάψα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν