United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πήρε διο του τροχιστώ γερά κοντάρια μ' άκρες χαλκένιες, π' ως στον ουρανό ψηλά λαμποκοπούσαν. 45 Και μπουμπουνίσανε οι θεές, η Αθηνά κι' η Ήρα, τιμώντας της πολύχρυσης το βασιλιά Μυκήνας. Τότες παράγγειλε ο καθείς στον αμαξά του, τ' άτια ναν τους βαστούνε εκεί ήσυχα με τάξη στο χαντάκι, κι οι ίδιοι ομπρός ροβόλησαν με τ' άρματα οπλισμένοι πεζοί· κι' ακούστηκε άσβυστη με την αβγή η αντάρα. 50

Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο: — Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς! — Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος. Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξι. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε. — Ώρα είνε, Πάτερ, να σαφήσω ναναπαυθής. Είνε κ' η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες.

Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτωςανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ».

Μέσ’ απ’ την κάμαρη ακούστηκε άξαφνα η στριγγλιάρικη φωνή της γριά-καρακάξας της Χαρζανοπουλίνας: « Αχού, Βεργινία μου ! τι κακό που σούρθε ! Αχού, περιστεράκι μου! και που μας αφήνειςκαι το ψεύτικο παράπονο του μυρολογιού της ξέσχισε το πέπλο της σιγαλιάς και της νάρκης της φεγγαράτης νύχτας Ένα σκυλλί μέσα σε μιαν αυλή ξύπνησε κι άρχισε να ουρλιάζη... Ήτον αργά πια.

Οι πιώτεροί μας, μήτε μας περνάει από το νου μας πως έχουμε πάθια. Φυσικώτατο. Τη βρήκαμε την ψώρα στον τόπο που γεννηθήκαμε. Ίσως μερικοί θα παραξενεύουνται που δεν την έχει κι όλος ο κόσμος. Δάσος χωρίς θεριά και φείδια, πέτρες δίχως σκορπιούς, — πού ακούστηκε! Και καταντάει να δοξάζουμε το Θεό που είναι απλή σκλαβιά, και δεν έχουμε και χερότερα. Μας έκλεψαν ώρα πολλή του Μπέη οι Χανούμισσες.

Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες; — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ... Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο ταδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κ' η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δος του πια τότε μουρμουρητά και χειρονομίες. — Άφησέ με και τα βολέβω, ακούστηκε κ' έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.

Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης.

Και τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της όλο μαραγκιάζανε απ' τα ζεματιστά της δάκρυα. Μόνο τα ζαφείρια των ματιών της λάμπανε πιο γλυκά μέσα στα δάκρυα. Ένα βράδυ καλοκαιριάτικο, που καθότανε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, ένα τραγούδι γλυκό ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. Η βασιλόπουλα ανατρίχιασε.

Που να μην έσωνε να το πάρουν! είπε πεισμωμένη η γριά. Ψήλωσε, βλέπεις, η μύτη τους. — Έλα ντε! και να ξέρη κανείς πως δεν είναι κορακοζώητος. — Μη ζαλίζεσαι, πατέρα, μη ζαλίζεσαι· ακούστηκε από μέσα δροσερή φωνή. Οι γέροι αναγάλλιασαν και σήκωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, όπως το λιοτρόπι στο ήλιο. Η Ελπίδα κρατώντας ένα κέντημα στο χέρι, έστεκε στο κατώφλι και τους κύτταζε με χαμόγελο.