Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.
Σαν ακούστηκε η φριχτή είδησι, εφάνηκε και η γυναίκα του σαν μετανοημένη και άρχησε το κλάμμα· αλλά η γυναικαδέλφη της δεν την πίστευε. Ήξερε αυτή την τυραννισμένη ζωή που περνούσε ο αδερφός της από την γυναίκα του και δεν πίστευε στη μετάνοιά της, που την έδειχνε λίγο αργά. Το υστερινό της μάλιστα φέρσιμο τον στενοχώρησε τον άμοιρο και δεν μπόρεσε περισσότερο να ζήση.
Τότε ο λεβέντης Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Μη με κερνάς καρδόγλυκο κρασί, καλή μου μάννα, μη μ' αποστάσεις κι' όρεξη δεν έχω πια για μάχη. 265 Σκιάζουμαι κιόλας μ' άνιφτα τα χέρια το φλογάτο κρασί στο μαβροσύγνεφο να στάξω γιο του Κρόνου· μήτε π' ακούστηκε ποτές παράκλησες του Δία να κάνεις μες στα αίματα χωμένος και στη λέρα.
Η τελευταία της φράση έτρεμε· και τώρα το αποκέρωμα του προσώπου της ήτο τέλεια νέκρα. Μόνο στα μάτια της, θαρρούσες, έμενε ζωή ακόμη. Μια στιγμή νόμισα ότι θα πέση κη ίδια στηρίχτηκε στο δέντρο. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε: Εγώ θα πάω πάνω, στο κηπούλι μας. Εσύ να πάρης κάτω. Τράβηξα κάτω, χωρίς να πω τίποτε. Αλλά σαν πήγα κάμποσα βήματα, γύρισα και την κύταξα.
Επάνω στην αγία τράπεζα, που ήταν φτιαγμένη από ακατέργαστη πέτρα, το δισκοπότηρο άστραψε στον ήλιο και ο Λυτρωτής φάνηκε να διστάζει πριν ξεκολλήσει από το βράχο και αρχίσει να πετάει, εγκαταλείποντας το σταυρό ανάμεσα στη γκρίζα γη και το γαλάζιο ουρανό. Ακούστηκε κάποιος να κλαίει γοερά∙ ήταν ένας ζητιάνος ανάμεσα σε δυο τυφλούς, πίσω από ένα θάμνο. Ήταν ο Έφις.
— Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά! — Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός... Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο.
— Δεν έκανε καλά. Να βρίση νοικοκυρά γυναίκα. Πού ακούστηκε; Να την πη στρίγγλα! Του Καπετάν Λαλεχού του ανέβηκαν τα αίματα στο κεφάλι. Αργούσε να τον πιάση, μα σαν τον έπιανε το μπουρί ο Θεός φυλάξοι. — Εσύ βρε έβρισες τη γυναίκα μου; Και γούρλωσε τα μάτια του. — Ας μη μ' έβριζε κι' αυτή! είπε ο Μαθιός κ' έκαμε να φύγη. — Πού πας, βρε χαμάλη, μπεκρούλιακα!...
Τα λόγια ήταν πολύ χαρωπά και ζωηρά, και κάθε τόσο οι τραγουδίστριες σταματούσαν για να ξεσπάσουν στα γέλια που τις έπνιγαν. Μέσα σε όλο αυτόν τον θόρυβο, ακούστηκε ένα κτύπημα στην πόρτα. Νωρίτερα το ίδιο απόγευμα ο Καλίφης είχε φύγει κρυφά από το παλάτι, με συντροφιά το Βεζίρη του Γαφέρ και τον αρχιευνούχο του Μεσρούρ, όλοι τους ντυμένοι με φορεσιές πραματευτάδων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν