United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτη εκ των γειτόνων η γραία Παπαντώναινα τας ενουθέτησε, να μην τα πιστεύουν αυτά, αλλ' εκείναι ωργίσθησαν και την ύβρισαν· έκτοτε έγειναν κακαί με όλην την γειτονιάν και με όλον τον κόσμον. Όταν είδαν ότι ο Γιώργος των, ο καθηγητής, αργούσε να ταις φέρη από τας Αθήνας τον ονειροπολούμενον γαμβρόν, τον Τρικούπην ή τον Διάδοχον, εθύμωσαν και με αυτόν και ήρχισαν να τον υβρίζουν.

Ο Έφις σταμάτησε για μια στιγμή στο μέσο μιας ομάδας χωρικών από την περιοχή του Νούορο. Οι γυναίκες κάθονταν στη σειρά εμπρός από τις καλύβες, περιμένοντας ν’ αρχίσει η λειτουργία και οι άλικοι κορσέδες τους έδιναν μια κόκκινη απόχρωση στη σκιά του τοίχου. Η λειτουργία όμως αργούσε.

Ποδοχαλή, φωνές, σούσουρο, σφυριξιές, κακό. Χλαλοή μεγάλη, ανυπομόνια ακράτητη. Πότε να βγη, και πότε να ξεκινήση. Να την ιδούν για πρώτη φορά· να την καμαρώσουν, που μόνο ακουστά είχαν για τέτια πράματα, τα χωριατόπουλα. Όσο αργούσε να φανή να βγη, τόσο άφξαινε και δεν εκρατιώταν η στενοχώρια τους. Ετάραζαν την απαλή σιγαλεριά της νύχτας οι αγριοφωνές τους.

Πρέπει να γείνη αυτό, είπεν ο βασιληάς, και επειδή αργούσε το υπουργικόν συμβούλιον, εσηκώθηκε αποτόμως διά να προηγηθή εις την εκτέλεσιν του σχεδίου του Χοπ-Φρωγκ. Ο τρόπος της μεταμφιέσεως του ομίλου των ουραγγουτάγκων ήτο πολύ απλούς, αλλά και αρκετός διά τον προβλεπόμενον σκοπόν.

Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη.

Και την άλλη μέρα εσηκώθηκαν πιο ερωτευμένοι κι οδηγούσαν τα κοπάδια με σουριγματιές, επειδή βιαζόντανε να φιληθούν· κι άμα ιδώθηκαν έτρεξαν ο ένας στον άλλο με χαμόγελο. Φιληθήκανε λοιπόν και κατόπι αγκαλιάστηκαν· το τρίτο όμως γιατρικό αργούσε, επειδή μήτε ο Δάφνης εκόταε να το ειπή, μήτε η Χλόη ήθελε ν' αρχίση, ως που κατά τύχη έκαμαν κι αυτό.

Δεν έκανε καλά. Να βρίση νοικοκυρά γυναίκα. Πού ακούστηκε; Να την πη στρίγγλα! Του Καπετάν Λαλεχού του ανέβηκαν τα αίματα στο κεφάλι. Αργούσε να τον πιάση, μα σαν τον έπιανε το μπουρί ο Θεός φυλάξοι. — Εσύ βρε έβρισες τη γυναίκα μου; Και γούρλωσε τα μάτια του. — Ας μη μ' έβριζε κι' αυτή! είπε ο Μαθιός κ' έκαμε να φύγη. — Πού πας, βρε χαμάλη, μπεκρούλιακα!...

Είχαν τώρα λέει λιγώτερη δουλειά στο μαγαζί, γιατί ο πλούσιος πούχτιζε ένα σπίτι παλάτι στου Μακρυγιάννη και που του σκάλιζε ο Νίκος τις δρύινες πόρτες για όλο το σπίτι και τους καρυδένιους ταμπλάδες της τραπεζαρίας, είχε γράψει στην Ευρώπη για ιδιαίτερη ξυλεία κι αργούσε νάρθη.