Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
— Ο Θεός με όλους μας, κυρ Γεωργάκη μου. — Εμπρός παιδιά, ανέκραξα, και ηρχίσαμεν να τρέχωμεν. Μου εφάνησαν αιώνες τα ολίγα εκείνα λεπτά, μέχρις ου φθάσω εις την όχθην! Η εμφάνισίς μας εξέπληξε τους εχθρούς και επί τινας στιγμάς δεν ηκούσθησαν τουφεκισμοί εκ του υψώματός των. Αλλ' ήσαν στιγμαί μόνον διακοπής και επηκολούθησε κρότος πυκνός πυροβολισμών και εκ των δύο πλευρών της φάλαγγος.
Και μείς θα σ' αφήσωμε να εργασθής μόνη με τη γιαγιά. Ούτε ο Κώστας που θάρθη τώρα μαζή μου, γιατί έχει δουλειά και είναι υποχρεωμένος να μείνη στο σπίτι απόψε, θα το μάθη. Εγώ με τον Γεωργάκη θα συνοδεύσωμε στο βαπόρι μία φιλενάδα μας που φεύγει για την Αλεξάνδρεια. Τα κορίτσια με τον Κώστα και την εξαδέλφη των την Ελένη θα πάνε εις τα εμπορικά.
Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη.
Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας, ο καπετάν Γεωργάκης κατεβλήθη, έκλεισε τα όμματα, κ' έπεσε σχεδόν αναίσθητος υπό την σκιάν του δένδρου. Την επαύριον, το δειλινόν, είχε πλεύσει μεγάλη σκαμπαβία με έξ κουπιά κάτω εις τον αιγιαλόν της Κεχριάς. Οι πέντε κωπηλάται ανήλθον μισής ώρας δρόμον εις το κτήμα του καπετάν Γεωργάκη. Ο έκτος είχε μείνει κάτω εις τον όρμον, διά να φυλάξη την βάρκαν.
Μ' εγοήτευσεν η αφέλεια και η αγαθότης του. — Κύριε Γεωργάκη, μου είπε μειδιών, διαταγή του αρχηγού θα κινήσωμεν τώρα ευθύς. — Διά πού; — Δεν μας το είπεν ακόμη. Ηγέρθην αμέσως και επορεύθημεν προς την καλύβην. Το χωρίον ήτο εις κίνησιν. Αι γυναίκες εις τας θύρας των οικίσκων απεχαιρέτων τα παλληκάρια, βαδίζοντα ατάκτως με το όπλον επ' ώμου.
ΔΕΝ είχε ακόμα φέξει καλά-καλά τα Χριστούγεννα κι' η Τασιούλαινα, η ξακουσμένη νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη, άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν από την εκκλησιά, κάθησαν στο τραπέζι, πούχε απάνω μια μεγάλη απλάδα κουλάστρα, και μια γαβάθα με κόττα βραστή κι' ένα τεψί με τηγανίτες, σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι.
Φεύγοντας ο παπάς, μάννα και γυιός γύρισαν και κάθησαν στο κατάφορτο τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάννα, ούτε το παιδί έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που είταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια Χριστούγεννα, κι' άλλους τόσους Άη-Βασίληδες, κι' άλλες τόσες Λαμπρές, κι' άλλους τόσους Άη-Γεώργηδες....-Είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά, είκοσι πέντε χρόνια μάρα και θλίψη, και δάκρυα και κακολογίες δεν είταν μικρό πράμμα για την καημένη την Τασιούλαινα... Είκοσι χρονών είταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλληκάρι είκοσι πέντε χρονών, και δυο-τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι' από τότε ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της ο κόσμος λογάριαζαν στα δάχτυλα τους μήνες,.... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο πούθελαν, γιατί είταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας είχε φύγει ο Τασιούλας, κι' ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά είταν και παράειταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο με τα μαλλιά μια παλάμη μακρυά στο κεφάλι του.
— Συνηθίζει και λέγει ο Γέροντας, καπετάν Γεωργάκη, όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας: «Πάσα κεφαλή εις πόνον, και πάσα καρδία εις λύπην». Ώστε δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμον που να μην πονέση και να μην πικρανθή, είτε απ' την καρδία, είτε απ' το κεφάλι.
— Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ' η μάνα σου. Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση. — Έλα, πάμε! προσέθηκε. — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και εσκίρτησεν η καρδιά του. — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.
Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της. — Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα; — «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν