United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το να μη θέλη «να το κάμη φόρα» νομίζει ότι είνε δι' αυτόν το συμφερώτερον; Κάθε άλλο· εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστίαν και εις τα δύο κόμματα, και ένεκα τούτου δεν αποφασίζουν να δώσουν χρήματα εις έναν άνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», όστις θέλει να κάμη τον ανεξάρτητον, χωρίς να ξεύρη καλά-καλά τι πράγμα είνε ανεξαρτησία.

Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελλό. Γύρισε μια και κύτταξε ολοτρόγυρα τους άλλους.

Δυο πιστολιές ακούστηκαν στο σούρουπο, και καταμεσής στη σκάλα του λιμανιού, πλημμυρισμένη από κόσμοότι ήταν φτασμένο το βαπόριένας άνθρωπος έφερε βιαστικά την απαλάμη στο στήθος, κλονίστηκε στα πόδια του κ' έγειρε απάνω σε δυο ξένα χέρια, που απλώθηκαν να τον βαστήξουν. Ο φονιάς τού την είχε ανάψει από κοντά, στήθος με στήθος, πριν προφτάση καλά-καλά να τον καταλάβη.

Κι ανησυχούσε αληθινά που αργούσανε, γιατί ήθελε κι αυτή να πάη να ντυθή ατσιγγάνα για το χορό της Κασταλίας. Και τώρα πώς να την άφηνε μονάχη της τη Βεργινία που ακόμα καλά-καλά δεν είχε συνέρθει!

Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο: — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε! — Αμ τι δα!

Λιόλια μου! Τo Νίκο δεν έπρεπε να τον ξεχάσης, αφού έτρεχες να μη σε πιάση, κι ούτε να του φωνάξης κρυμμένη μες τανθινό σου άντρο: -Ελάτε, Κύριε Νίκο! να κόψετε μερικά κλαδιά να πάρωμε μαζί μας ! Κ' έφθασε ο Νίκος, σχεδόν προτού καλά-καλά ναποτελειώση το λόγο της-ο Νίκος που μια δύναμη θεϊκή, βγαίνοντας απ’ τα έγκατα του κορμιού του, μα και συνάμα ερχόμενη απέξω του, τον έσπρωχνε, αμάχητη, λες και τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά με μια γλυκειά οδύνη λιγωμένη που τούλυνε τα μέλη, μα και τούδινε μιαν υπερδύναμη φτερωσιά, αλλόκοτη, άγνωστη ως τα τώρα, αλάλητη, υπέργεια . . . Έφθασε ο Νίκος και παραμέρισε κι αυτός τα βάτα και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και μόλις βρέθηκε κάτω απ' τον άνθινο θόλο, ξέχασε κι αυτός όλον τον άλλο κόσμο: και την κάμαρη της αρρώστιας την πνιγμένη από τον πόνο, και τασπρισμένα μάτια της Βεργινίας και τον εαυτό του ακόμα-και δεν είδε άλλο μπροστά του, παρά τη λαχτάρα του πούχε ανθίσει και γλυκοτραγουδούσε. . κι αγκάλιασε τη λαχτάρα του και κυλίστηκε μαζί της στο λουλουδιασμένο στρώμα. . . Τι φωνή ηδονής και φρίκης ήτον αυτή πούσχισε τον ήσυχο αθέρα!. . . Ίσαμε πού νακούστηκε !. . . Και γιατί νακουστή, αφού πνίγηκε μες τα φιλιά που αιμάτωσαν τα χείλια σαν τις ανεμώνες ; Και βούιζαν οι μέλισσες πεσμένες απάνω στα ανθισμένα χιόνια σα νάταν τα δέντρα όλα μαζί μια θεόρατη κυψέλη . . κ' έσμιγαν οι μυγδαλιές τανθόφυλλά τους, τα διάφανα σαν από μετάξι, τόσο κοντά τόνα μες τάλλο που έκαναν έναν πηχτόν τοίχο πιο αδιαπέραστο κι απ' των φρουρίων την πέτρα για την ευδαιμονία των ανθρώπων. . και το μύρο των ανθών είχε μεθύσει τον αέρα και τον κρατούσε σε μια νάρκη, ασάλευτο σαν κάποιο χαμόγελο απάνω στο λαχταριστό στόμα μιας παρθένας κοιμισμένης. . . Μια ξαφνική ανατριχίλα πέρασε πάνω απ' τάσπρα λουλούδια τρομάρα ή αναγάλλιασμα;. . και μια βροχή απ’ανθόφυλλα έπεσε μαλακά: να σκεπάση με μυρωμένο χιόνι τους δυο ανθρώπους που τους είχε πάρει η Μοίρα τους στην αγκαλιά της Ο ήλιος είχε βασιλέψει.

Γιατί δε θα πρόφθανα καλά-καλά να ορκιστώ, κι' οι βαρώνοι σου θα ζητούσαν να μου επιβάλετε καμμιά καινούργια δοκιμή, και ποτέ τα βάσανα μας δε θάπερναν τέλος. Αλλά δε θα τολμήσουν πεια, αν ο Αρθούρος κι' οι ιππότες του γίνουν εγγυηταί της δίκης».

Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται.. Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη; Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας; Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας.

Το κυματάκι, ξεψυχισμένο, έσπρωχνε ολοένα πρίμα κι απαλά το ξυλιασμένο κορμί κατά το πέλαγο, σα μονόξυλο που ταξίδευε δίχως κουπιά και καπετάνιο, μα που είχε βαλμένη τη ρότα του και τραβούσε ήσυχα και στοχαστικά το δρόμο του. Απ' τη βάρκα δεν αργήσανε να τον απεικάσουν, με όλο που δεν είχε φέξει ακόμα καλά-καλά και μια πηχτή παταχνιά σκέπαζε ολόγυρα στερηές και θάλασσες.

Τώρα στο χωριό ποιον να πάρη; Κανείς δεν της εταίριαζε καλά-καλά, ενώ στη χώραν την εζητούσαν αρχοντόπουλα. Συγχρόνως η χήρα κατεσκόπευε με λαθρέα βλέμματα την Πηγήν, ήτις έχουσα τογκώδες έλιγμα του υφάσματος επί της κεφαλής και οπισθοβατούσα, το εξεδίπλωνεν ολίγον κατ' ολίγον προ αυτής και το ήπλωνεν επί του δώματος, διά να στεγνώση.