United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πατέρας του που το αγαπούσε κατά πολλά ήτον έξω από τας φρένας του, φοβούμενος να μην του αποθάνη. Εγώ εκείνες τες ημέρες ευρισκόμουν μακράν από την αυλήν, και οπόταν έφθασα, ο πατέρας του ευθύς μου εφανέρωσε τον κίνδυνον της αρρώστιας του. Εγώ του έταξα ότι δεν θέλω λείψει να κάμω το κατά δύναμιν διά να μάθωμεν όλα τα περιστατικά.

Και είναι άθρωπος με γνώσι Να δανείση και καμπόση, Και όχι ως λεν αυτοί, ζουρλός Σας παρακινάω φίλοι, Με αληθοσύνης χείλι, Κατηγόρια ν' αφεθή· Κι' όπου τύχη να τον βρήτε, Πρόθυμα όλοι να τον φτιύτε, Για να μην αβασκαθή. Σ υ μ β ο ύ λ ι ο ν Γ ι α τ ρ ώ ν Γιός ολομονάκριβος, γονέων ευγενών, Μ' αρρώστιας πέφτει βάσανο παραδαρμό δεινόν.

Πλησίον της θύρας ήτον η καλύβη, ικανώς λευκάζουσα, με εξωτερικόν όχι πολύ ακμαίον ούτε καθάριον. Εφαίνετο ότι προ πολλού χρόνου δεν είχεν ασβεστωθή, κ' εμαρτύρει περί της αρρωστίας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων, χόρτων και δεμάτων υπήρχεν έμπροσθεν ταύτης. Η θύρα ήτο κλειστή. Τα δύο παράθυρα κλειστά.

Ο κ. Σκληρός αναφέρνει τη Γαλλία, από την επανάσταση και δώθε. Αυτοί είναι οι καιροί της κοινωνικής αρρώστιας. Κι από τις τάξες όλες άλλες διοικούν κι άλλες υποτάζονται, και κάποτε τούτες ρίχνουνε κάτου τις άλλες και διοικούν αυτές. Αυτά δεν είναι καινούρια πράματα, ούτε αξιοθαύμαστα. Πάντα έτσι είταν στις κοινωνίες και θα είναι.

Αν δε υπό την παρατήρησιν εκείνην φανή που υπολανθάνουσα και τις βαρυθυμία, δεν είνε μεν βεβαίως αύτη μείζων εκείνης, ην αισθάνονται και σήμερον έτι πολλοί προς τας κοινωνικάς και πολιτικάς ημών αρρωστίας, πηγήν της δε πάντως έχει γνώμην αγαθήν και κρείττονα πόθον.

Ο Καρούκ ευχαριστημένος διά την υπόσχεσίν μου, με αγκάλιασε, και ύστερον τον άφησα και επήγα εις τον βασιλέα, του οποίου του εδιηγήθηκα ένα προς ένα τα όσα ο υιός του μου είπεν, ομοίως και το αίτιον της αρρώστιας του, πως επιθυμά ή να απολαύση το υποκείμενον που ενυπνιάσθη, ειδεμή θέλει αποθάνει από την θλίψιν του.

Όταν μάλιστα η μήτηρ της ήκουε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχεν ακουσθή, σείουσα την κεφαλήν, να λέγη·Σα σ' ακούω, γειτόνισσα! . . . «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;», επειδή συνείθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς.

Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.

Οι ιατροί γνωρίζοντάς την αιτίαν της αρρώστιας της, είπαν του βασιλέως, ότι όλα τα ιατρικά τους ήτον ανωφελή, και ότι η βασιλοπούλα απέθνησκεν αν στέκη στερεός διά να την υποχρεώση να στεφανώση τον βασιλέα της Θέμπας.

Λιόλια μου! Τo Νίκο δεν έπρεπε να τον ξεχάσης, αφού έτρεχες να μη σε πιάση, κι ούτε να του φωνάξης κρυμμένη μες τανθινό σου άντρο: -Ελάτε, Κύριε Νίκο! να κόψετε μερικά κλαδιά να πάρωμε μαζί μας ! Κ' έφθασε ο Νίκος, σχεδόν προτού καλά-καλά ναποτελειώση το λόγο της-ο Νίκος που μια δύναμη θεϊκή, βγαίνοντας απ’ τα έγκατα του κορμιού του, μα και συνάμα ερχόμενη απέξω του, τον έσπρωχνε, αμάχητη, λες και τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά με μια γλυκειά οδύνη λιγωμένη που τούλυνε τα μέλη, μα και τούδινε μιαν υπερδύναμη φτερωσιά, αλλόκοτη, άγνωστη ως τα τώρα, αλάλητη, υπέργεια . . . Έφθασε ο Νίκος και παραμέρισε κι αυτός τα βάτα και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και μόλις βρέθηκε κάτω απ' τον άνθινο θόλο, ξέχασε κι αυτός όλον τον άλλο κόσμο: και την κάμαρη της αρρώστιας την πνιγμένη από τον πόνο, και τασπρισμένα μάτια της Βεργινίας και τον εαυτό του ακόμα-και δεν είδε άλλο μπροστά του, παρά τη λαχτάρα του πούχε ανθίσει και γλυκοτραγουδούσε. . κι αγκάλιασε τη λαχτάρα του και κυλίστηκε μαζί της στο λουλουδιασμένο στρώμα. . . Τι φωνή ηδονής και φρίκης ήτον αυτή πούσχισε τον ήσυχο αθέρα!. . . Ίσαμε πού νακούστηκε !. . . Και γιατί νακουστή, αφού πνίγηκε μες τα φιλιά που αιμάτωσαν τα χείλια σαν τις ανεμώνες ; Και βούιζαν οι μέλισσες πεσμένες απάνω στα ανθισμένα χιόνια σα νάταν τα δέντρα όλα μαζί μια θεόρατη κυψέλη . . κ' έσμιγαν οι μυγδαλιές τανθόφυλλά τους, τα διάφανα σαν από μετάξι, τόσο κοντά τόνα μες τάλλο που έκαναν έναν πηχτόν τοίχο πιο αδιαπέραστο κι απ' των φρουρίων την πέτρα για την ευδαιμονία των ανθρώπων. . και το μύρο των ανθών είχε μεθύσει τον αέρα και τον κρατούσε σε μια νάρκη, ασάλευτο σαν κάποιο χαμόγελο απάνω στο λαχταριστό στόμα μιας παρθένας κοιμισμένης. . . Μια ξαφνική ανατριχίλα πέρασε πάνω απ' τάσπρα λουλούδια τρομάρα ή αναγάλλιασμα;. . και μια βροχή απ’ανθόφυλλα έπεσε μαλακά: να σκεπάση με μυρωμένο χιόνι τους δυο ανθρώπους που τους είχε πάρει η Μοίρα τους στην αγκαλιά της Ο ήλιος είχε βασιλέψει.