United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φόρεσε τα παπούτσια του, σκεπάστηκε μ' ένα μποξά από κεφαλής, χωρίς καμηλαύκι, άρπαξε ένα κόκκινο μαντύλι με το πετραχήλι του, κλείδωσε την πόρτα απ' όξω και κατεβήκανε τις σκάλες, μπροστά ο Αλυφαντής και πίσω ο παπάς. Η εκκλησία ήτανε κοντά. Η βροχή είχε πάψει· πού και πού ανάρηες σταλαγματιές πέφτανε από έναν ουρανό, κατάμαυρο, σαν πίσσα. — Σύρε κ' έφτασα. Να πάρω τ' Άγια Μυστήρια.

Δεν πρόφθασε »'Στή Ράχωβα να φθάση, » Βροχή τον πνίγει φλογερή, » Φωνάζουν σα δαιμόνοι » Οι Τούρκοι. Πέφτουνετη γη. » Σκούζει αυτός, θυμόνει!..· » Τα μετερίζια αστράφτουνε, » Βαρειά βογγούν τα δάση» . « Ήσαν αμέτρητοι αυτοί. » Έπεφταν 'σάν κοράκοι, » Όταν ψωφίμι νοιώσουνε. » Και πέφτουνε κοπάδι » Αλλ' οι παρέκει κυνηγοί » Τους στρώνουντο λειβάδι· » Έτσι κ' οι Τούρκοι.

Οι τροχοί του άρματός μου είχον βυθισθή εις την άμμον έως τους άξονας, και απεμακρυνόμην αργά, προφυλαγμένη κάτω από τον μανδύαν μου, παγωμένη από τας ύβρεις του αι οποίαι έπιπτον ως θυέλλης βροχή». Ο Ιωχανάν ήτο εμπόδιον εις την ζωήν της. Όταν τον συνέλαβον και τον έδεσαν με σχοινία, οι στρατιώται είχον εντολήν, να τον τελειώσουν με τα ξίφη αν ανθίστατο. Αλλ' εκείνος εφέρθη ήσυχα.

Ο Αστύοχος λοιπόν, πριν γίνη γνωστή η πορεία του, έπλευσε προς την Σύμην ελπίζων να συναντήση που τον εχθρικόν στόλον εις το πέλαγος· αλλ' η βροχή και ο νεφελώδης καιρός διεσκόρπισαν τα πλοία του εν τη σκοτία, Κατά την πρωίαν, ενώ ο στόλος του Αστυόχου έπλεεν ατάκτως, του αριστερού κέρατος ευρισκομένου ήδη απέναντι των Αθηναίων, του δε άλλου πλανωμένου ακόμη περί την νήσον, ο Χαρμίνος και οι Αθηναίοι επροχώρησαν με ταχύτητα μετά πλοίων ολιγωτέρων των είκοσι νομίζοντες ότι ο στόλος εκείνος ήτο ο της Καύνου, τον οποίον παρεμόνευαν επιπεσόντες δε αμέσως κατ' αυτού εβύθισαν τρία πλοία και επέφεραν μεγάλας βλάβας εις τα άλλα.

Και την σκληρήν σου αδελφήν δεν ήθελα ν' αφήσω εις την χρισμένην σάρκα του να χώνη λύκου 'δόντια! Την νύκτα την ολόμαυρην, οπού η τρικυμία 'κτυπούσε το ασκέπαστο κεφάλι του, θαρρούσες πως θα φουσκώση η θάλασσα ως τ' ουρανού τα ύψη, να σβήση με τα κύματα τα πυρωμέν' αστέρια! Αλλά επλήθαιν' η βροχή από τα δάκρυά του!

Ταύτα ήσαν τα ωφελήματα εκείνου όστις είχε την διοίκησιν της Βαβυλώνος. Εις την Ασσυρίαν ολιγίστη πίπτει βροχή και αύτη, αρκεί διά να θρέψη την ρίζαν του σίτου· έπειτα όμως ποτίζουσι το φυτόν με ύδωρ του ποταμού και ο στάχυς δυναμούται και σχηματίζεται. Το πότισμα γίνεται διά χειρών ή διά μηχανών, και ουχί ως εις την Αίγυπτον, όπου ο Νείλος εκχειλίζει και ποτίζει τους αγρούς.

Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας. — Καλή νύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς. Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζη. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρωδιά από λουλούδια και βρεμμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλλα του. — Φουσκοδεντριές, παπά μου.

Κι' η χινοπωριάτικη βραδιά, γλυκειά και δροσερή, ύστερα από τη βροχή του δειλινού, σκορπούσε στο άγριο εκείνο στένωμα των βράχων με τα σκίνα και τ' αγριοπουρνάρια, που στα πλευρά τους υψόνουνταν σαν τεράστιοι, χοντροκαμωμένοι πύργοι, τ' αμέτρητα κελιά του μοναστηριού, κ' η σκαμμένη κατάβαθα στη σπηλιά τους παλιά Μονή, με τη θαυματουργό εικόνα της, όλη τη θρησκευτική εκείνη γλύκα της μοναξιάς, της ησυχίας, της προσευχής και των ονείρων, που τον πιστόν τον φέρνει στενώτερα στην έννοια του Θεού, και τον άπιστο τον συγκεντρώνει περισσότερο στον εαυτό του.

ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε, προσφιλεστάτη μου αδελφή· είθε τα στοιχεία της φύσεως να σου είναι ευμενή και να σε ευφραίνουν! Χαίρε. ΟΚΤΑΒΙΑ. Αγαπητέ μου αδελφέ! ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απρίλιος είναι εις τους οφθαλμούς της. Είναι το έαρ του έρωτος, τα δε δάκρυά της η ζωογόνος βροχή. Έσο φαιδρά. ΟΚΤΑΒΙΑ. Φρόντιζε, αδελφέ μου, διά τον οίκον του συζύγου μου και... ΚΑΙΣΑΡ. Τι, Οκταβία; ΟΚΤΑΒΙΑ. Θα σου το είπω κρυφά.

Η βροχή είχε μεταβληθή εις κατακλυσμόν, ο άνεμος ανήρπάξε κεραμίδια και αντήχουν αλλεπάλληλοι αι βρονταί. Ήθελα δεν ήθελα μου επέκλωθεν η μοίρα μου να είμαι ρωμαντικός. Τους φλογερούς πόθους και τους νυκτερινούς μονολόγους διεδέχοντο μανδαλώματα της θύρας και εκτάσεις επί διβανίων υπό τους συριγμούς της ανεμοζάλης.