Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι. Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί.
Ακούω τον αγώνα της γεροντικής σου βακτηρίας απάνω στης πέτρες. Έρωτα! Βλέπω τα φεγγάρια να ξανάρχονται στρογγυλά κι' όταν θάχεις ξεχαστή. Ρόδινα πρόσωπα γύρω στη λάμπα του χαρούμενου σπητιού! Ακούω τη βροχή να σβύνη την επιγραφή των χορταριασμένων σας τάφων. Το έργο του ποιητή που θαυμάζω σαπίζει στο παλαιοπωλείο του δρόμου.
Επνίγησαν εκείνην την νύκτα εις την διάβασιν του ποταμού δώδεκα στρατιώται, απέθανον δε από το κρύος δύο, και αν η βροχή δεν ήθελε παύσει ογλήγορα, πολλοί ήθελον αποθάνει από το κρύος. Ο Καραϊσκάκης βλέπων ότι το στράτευμα κακοπαθήσαν τοιουτοτρόπως είχεν ανάγκην αναπαύσεως, απεφάσισε να το μεταβιβάση, εις τα χωρία Σουβάλας και Αγόριανης, όπου και μετέβη την ερχομένην ημέραν.
Εκεί, έμενε κ' εκύτταζε το πέλαγος, το χορεύον από αγρίαν τρικυμίαν, κι' αγνάντευε, ζητούν να ξανοίξη πουθενά την βάρκαν. Κ' έκλαιεν η ψυχή του μέσα βαθειά, κ' εδάκνετο η καρδία του, διότι είχε κάμει παρακοήν και δεν επήγε μαζί με τον πατέρα του. Η χιονώδης βροχή είχε διακοπή, και πάλιν επανελήφθη, και πάλιν έπαυσε.
Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη. Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος.
Απόψι πώχουμε βροχή κι' αγέρα και χιονούρα, Δεν θε να βγουν 'ςτή ρεμματιά να παίξουν η Νεράιδες, Θε να χορέψουν 'ςταίς σπηλιαίς, και κάποια θα φιλήσω. Αχ!... να με φίληε, νάπεφτε κι' αυτή 'ςτήν αγκαλιά μου, Βασίλισσα του παλατιού ν' αρχόνταν να την κάμω, Κι' ας έβρεχε, κι' ας χιόνιζε, κι' ας χάνονταν ο κόσμος!... 'Στους κάμπους ανεμόβροχο και 'ςτά βουνά, χιονούρα.
Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555 'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα• ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560 και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου• αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, 'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565 χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους• ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.
Ο Έφις ξανάνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε σιγά σιγά. «Ξέρεις ποιος είναι εκείνος;», είπε στο νεαρό τυφλό. «Είναι το αφεντικό μου!» Μόλις σταμάτησε η βροχή οι τρεις σύντροφοι πήραν πάλι τον ανήφορο, σιωπηλοί, σκυφτοί, σαν να έψαχναν στο μονοπάτι κάτι που είχαν χάσει.
Ουδένα έτυχέ ποτε να γνωρίσω φιλολογώτερον τούτου άνθρωπον, αλλά η πολυλογία αύτη έπιπτεν επί της πυρεσσούσης περιεργίας μου, ως ευεργετική βροχή επί διψώντος λιβαδίου.
Κατόπι κουβάλησαν κάτι χοντρά κούτσουρα που κατέβασαν ως εκεί τα ξερολάγκαδα από τες ράχες. Τέτοιαν πύρα δεν ξανάειδα ποτές άλλη φορά. Ξέκοψε σιγά σιγά η βροχή. Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν' από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ' απόβροχου αψύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν