Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Και σαν καγούνε, και ξεβρωμήση ο κόσμος, τότες πέφτει oυράνια βροχή από πάνω, και σβύνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κ' έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβύση μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κ' έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κ' οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα».

— Κ' έπειτα να σου πω, επανέλαβε με περισσότερον θάρρος ο γέρο- Πέτρος, δεν βλέπεις τι κακομοιριά, τι απροκοψιά, τι αναχορταγιά μας εκυρίεψε όλους, εις αυτούς τους εσχάτους χρόνους; Λέει ο προφήτης: Ίνα τι τιμάσθε αργυρίου εν ουκ άρτοις, και ο μόχθος υμών ουκ εις πλησμονήνΑνίσως δεν στείλη ο Θεός βροχή και χιόνι, και πάχνη, κ' ήλιο, και ζέστη, και δροσιά, ποίαν σημασίαν έχουν τα αργύρια; Αφού δεν υπάρχουν καρβέλια, πώς θ' αγοράσωμε ψωμιά ; Αφού δεν χορταίνωμεν απ' τον κόπον και τον ιδρώτα του προσώπου μας, πώς θα χορτάσωμε απ' την αδικία και πλεονεξία ;

Και ζέον ύδωρ εξερεύγουσιν αι σιδηραί πλευραί, και ζέουσα βροχή ανατινάσσεται από της μηχανής προς τάνω, ατμοί, και σπίθαι και φλόγες και μυκηθμοί αγρίου τέρατος, πλέοντος εν δεινώ άσθματι. Τρικυμία τεχνητή, ην εξιστάμενος θεωρεί ο πόντιος Θεός, ο κυανοπώγων Ποσειδών. — Άιντε! Για την Πόλι! Με αφύπνισε τραχεία, άτακτος, ασχημάτιστος φωνή, παιδός φωνή, του νεαρού καμαρωτού η πρόσκλησις. Επετάχθην.

Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς, τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων. Έξω ανέτελλεν η αυγή.

Το 'δικό σου είναι βέβαια κάτω εις την κοιλάδα· αλλά εδώ επάνω πρέπει κανείς να σκέπτεται την Νεράιδα του Πάγου· δεν είναι καλή προς τους ανθρώπους, λέγουν οι άνθρωποι!» — Δεν την φοβούμαι! . . » είπεν ο Ρούντυ. «Με έδωσε 'πίσω, όταν ήμην ακόμη παιδί, δεν θα της παραδοθώ, όταν είμαι μεγάλοςΚαι το σκότος ηύξανε. η βροχή κατέπιπτε, επήλθε, και χιόνι, έλαμπε, ετύφλωνε.

Ο κήπος είταν παραμελημένος όπως κι όλο το καινούριο σπίτι, η χλόη έπνιγε τους δρόμους, όπου περπατούσαμε μια φορά, και στο κιόσκι κάτω στην ακρογιαλιά σαπίζανε τραπέζια και καθίσματα, γιατί κανένας δε διόρθωνε ό,τι χαλούσε η βροχή κι ο άνεμος. Χωρίς να χρειαστή να τους ρωτήσουμε, μας διηγηθήκανε οι δυο γέροι πως τους έτρεξε το κακό.

Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτο πλάγι μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από τη θαμπάδα τα μάτια.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος έτρεξε καταπάνω τους και οι χτυπιές του βούνευρου πέφτανε βροχή. — Στάσου! στάσου! άρχοντα, φώναξε ο Αγαθούλης, θα σας δώσω όσα χρήματα θέλετε. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο ένας από τους κατάδικους. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο άλλος.

Δάκρυα πικρά, οπού κ' εγώτην ξενητειά μου τάχω Για μόνη μου παρηγοριά όσαις φοραίς θυμούμαι Τη σκλάβα την πατρίδα μου! Πόσαις φοραίς κοιμούμαι Κ' εγώ με τέτοια δάκρυατα 'μάτια μου πηγμένα! Δάκρυα, οπού καθένας μας χύνει μακρυάτα ξένα! Ξανασηκώθηκε ορθός. Το 'μάτι του απ' το δάκρυ Λουσμένο, λάμπει γαλανό 'σάν ουρανός τ' Απρίλη Ύστερ' από βαρειά βροχή.

Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σουγια να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν