United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησ' Οδυσσέας• «Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• κάλλια συμφέρει του πτωχούτην πόλι να ζητεύη ή 'ς τους αγρούς• κ' εκείεμέ θα δώσ' όποιος θελήση. τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώταις μάνδραις, 20 για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, αφούτην στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25

Αφίνοντας λοιπόν την κρίση ερχούμαστε στη δήγηση, μ' έναν όμως κρυφό καημό που τα χρόνια εκείνα μας τα θόλωσε ο Ιουστινιανός όχι μονάχα με μερικά άσκοπα, κι άκριτα κατορθώματα, μα και με πιώτερη από τη χρειαζούμενη λατινικήας πούμε πάχνηπου λες και ζητάει να μας την ολοσκεπάση τη Ρωμιοσύνη.

Μέσα σ’ εκείνους τους χτύπους παλλόταν και η καρδιά του Τζατσίντο και του Έφις του ερχόταν να κλάψει όταν τον σκεφτόταν. Να τος, του φαινόταν ότι τον είχε πάντα μπροστά στα μάτια του, ψηλό, ήρεμο, άσπρο από το αλεύρι, σαν νεαρό φυτό που το σκεπάζει η πάχνη, εξαγνισμένο από την εργασία και από την πρόθεσή του να κάνει το καλό. Όλοι τον αγαπούν κι εκείνος είναι ευγενικός με όλους.

Αλλά η φαντασία μη έξαφνα τον θησαυρόν του κλέψη της ζωής του, αφού την θέλει την κλοπήν και η ζωή αυτή του!... Αν ήτον όπου το θαρρεί, θα ήτο 'πεθαμένος. ΓΛΟΣΤ. Ω! άφες ν' αποθάνω. ΕΔΓΑΡ Πρέπει να είσαι ή πτερόν ή πάχνη ή αέρας. Να κρημνισθής από εκεί, από αυτό το ύψος χωρίς να σπάσης 'σάν αυγό και τρίμματα να γίνης! Αλλ' αναπνέεις! — Άυλον το σώμα σου δεν είναι. — Πληγήν δεν έχεις! Ομιλείς!

Και ο λοχίας και οι άντρες μπήκαν μέσα στη σκηνή, στη σκηνή που άρχισε να την παραδέρνη ολοένα περισσότερο ο αέρας της ράχης και να την σκεπάζη της νύχτας η πάχνη κι η δροσιά. Γευματίζαμε με σιταρένιο, Καστριώτικο ψωμί, με χιονάτο τυρί του Παρνασσού, και με δροσερούς Σαλωνίτικους ροδίτες, μπροστά στο σανιδένιο μαγαζάκι, αποκάτω απόνα φρετζάτο με μαραμένες φτέρες. Απάνω στο μεσημέρι.

Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνατο βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μεςτη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.