United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλος Μπάκακας κοντά του Γνώριμός του τον ρωτάει, Με το φούσκομα που κάνει Τι σκοπόν αυτός βαστάει· Θέλω λέγει να χοντρύνω, Σαν το Βόιδη να γενώ· Κύτταξέ με, ως πόσο λείπει, ίσια ίσια να φανώ; Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ αφινέ ταις, Της ορμήνιαις τις πολλαίς.

Και σαν τον είδε ο Έχτορας, του λέει πικρά διο λόγια 325 «Ντροπής, καημένε, αφτοί οι θυμοί που στην καρδιά σού μπήκαν! Λιώνει ο λαός που σφάζεται μπροστά στο καστροπόρτι, και για τα σένα οι σκοτωμοί, ο πόλεμος για σένα είναι αναμένος στ' αψηλό καστρότειχο τριγύρω. Έπρεπε εσύ να μάχεσαι και μ' άλλους, όθε βλέπεις 330 π' αναμελάν τον πόλεμο.

Η κυρά που τον οδήγησε μέχρι εκεί, τον κοίταζε διασκεδάζοντας μ' αυτόν, μέχρι που η άλλη φώναξε, «Γιατί δεν μπαίνεις αδελφή; Ο καημένος ο άνθρωπος είναι τόσο φορτωμένος που θα σωριαστεί. Όταν μπήκαν μέσα και κλειδώθηκε η πόρτα, πήγαν και οι τρεις τους σε μια μεγάλη αυλή, περιτριγυρισμένη από κιγκλιδωτό.

Τότες σα μπήκαν στη γραμή, ορίζει τα σημάδια ο Αχιλέας πέρα κει στου κάμπου την ισάδα, και λέει του γέρο-Φοίνικα να πάει και ναν τους γίνει 360 σκοπός, και το σωστό να πει τηρώντας πώς θα τρέξουν.

Προχωρώντας- προχωρώντας οι Τούρκοι μπήκαν και στην Αγιά-Σοφιά, κι’ άρχισαν να πιάνουν και να σκλαβόνουν όσους είταν μέσα, και να αρπάζουν όλα τα πολύτιμα στολίδια της Μεγάλης Εκκλησιάς, και και τη στιγμή, που θα έπιαναν και τον λειτουργό τον Παπά, που δεν είχε τελειώσει ακόμα τα γράμματα της λειτουργιάς, άνοιξε μια θυροπούλα από την ζερβιά τη μεριά προς τον Γαλατά, που είταν σιδηροκλεισμένη, κι’ έφυγε απ’ εκεί με το δισκοπότηρο στα χέρια, για να μην πέση η άγια &Κοινωνιά& στα τούρκικα τα χέρια, κι’ η θυροπούλα ματάκλεισε σαν που είταν πρώτα, κι’ ως τα σήμερα προσπαθούν οι Τούρκοι να την ανοίξουν, αλλά δε μπορούν.

Τότες είναι που αναγκάστηκε ναφήση ο Βελισάριος την Ιταλία και να κυνηγάη πάλε τον Πέρσο. Και καθώς πάντα, δοξάστηκαν ταρματά του και τώρα. Άμα όμως τον ξαναχρειάστηκε ο Ιουστινιανός για άλλους του πολέμους, ξανάρχισαν οι Πέρσοι τα συνηθισμένα τους. Μπήκαν όμως τώρα στη Λαζική και στην Αρμενία. Είναι μεγάλη και μακρινή η ιστορία των πολέμων εκείνων.

Με τα χέρια ενωμένα, μπήκαν στο δωμάτιο των γυναικών. Η μητέρα και η κόρη, καθισμένες σ' έναν καναπέ, κεντούσαν με χρυσή κλωστή ένα πλούσιο ύφασμα της Αγγλίας και τραγουδούσαν κάποιον παληό σκοπό: έλεγαν πώς η ωραία Δοέττη, καθισμένη στον άνεμο κάτω από τον άσπρο βάτο, πεθυμάει και περιμένει το φίλο της, το Ντον, που τόσο πολύ αργεί νάρθη.

Μπήκαν στα ψηλά χόρτα και της φτέρες. Τα δέντρα ξανάκλεισαν πίσω τα κλαδιά τους. Και χαθήκανε μέσ' τα φυλλώματα. Ακούστε μια ωραία περιπέτεια, Άρχοντες. Ο Τριστάνος είχε αναστήσει ένα σκυλλί: ένα λαγωνικό, ώμορφο, ζωηρό, ελαφρό στην τρεχάλα. Κανένας κόμης κι' ούτε ο ίδιος ο Βασιληάς δεν έχει το όμοιό του για το κυνήγι με το τόξο. Τον έλεγαν Χουσδάν.

Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415 η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόντην αγκαλιά της την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420 το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασανταις σούβλαις, και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430 το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, 'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435 τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας κοντάτους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. και μέγας χοίρος κείτονταντο βάθος πυκνού λόγγου· κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440 ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445 όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίροςτον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450 πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.

Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι• και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο, απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους. και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'πουτο πλοίο 465 εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν, όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν. αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν. κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470 και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, λόγους εγώτον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα• «Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475 οπ' άγρια τόσο του 'φαγεςτο σπήλαιο τους συντρόφους• αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου• σκληρέ, πώφαγες άφοβατην σκέπη σου τους ξένους, κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».