United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχανε πολύ θάρρος με την ιδέα πως ήσαν οι κάτοχοι περισσότερων θησαυρών απ' όσους η Ασία, η Ευρώπη και η Αφρική μπορούσανε να μάσουνε. Ο Αγαθούλης ενθουσιασμένος έγραφε τ' όνομα της Κυνεγόνδης απάνου στα δένδρα. Τη δεύτερη μέρα δυο από τα πρόβατά τους βουλιάξανε μέσα στα έλη και χαθήκανε μαζί με τα φορτώματά τους.

Όταν χαθήκανε οι γυναίκες κατεβαίνοντας με τον υπαξιωματικό το κάτω υπόφραγμα, ο Ρένας αισθάνθηκεν ένα πολύ δυνατό κλονισμό. Πηδήσανε το πρώτο σκαλοπάτι, ανάλαφρες σαν πουλιά, και σηκώθηκε λίγο η φούστα τους. Της μιας ο αστράγαλος ψήλωσε σ' ένα κομμάτι κνήμης αισθαντικής και ευτυχισμένης.

ΚΡΕΟΥΣΑ Στα χέρια της τον πήρε τα παρθένα χωρίς να τον γεννήση αυτή. ΙΩΝ Τον είχε παραδώση κατά που ιστορήθηκε, σε μιαν εικόνα απάνου; ΚΡΕΟΥΣΑ Τον έδωκε στου Κέκροπος της κόρες, δίχως όμως εκείνες να τον βλέπουνε. ΙΩΝ Άκουσα που η παρθένες άνοιξαν το κιβώτιο της Αθηνάς κρυφά. ΚΡΕΟΥΣΑ Γι' αυτό χαθήκανε κι' αυτές και με τα αίματά τους τους βράχους χρωματίσανε. ΙΩΝ Έτσι το λεν, αλήθεια.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ξεφορτώσας της κλάρες κάτω και δέσας το ονάριόν του εντός του χαλάσματος, εισήλθε κατάκοπος και εκάθησε χωρίς να ομιλήση, χωρίς να χαιρετίση καν. Η δε Θεια-Σταματίτσα ανοίγουσα εκ νέου την ομιλίαν επανέλαβε: — Χίλιες δραχμές πλειο, χαθήκανε! — Πού να της βρούμε, κυρά συμπεθέρα; Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, θα ξαναπανδρευόμουνα! Είπε γελών ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

Παρακολούθησε τα τακουνάκια τους να χτυπούνε τακ-τακ σαν ξύλινο ταμπούρλο, και όταν χαθήκανε και τα κεφάλια τους ο ήχος των ψηλών τους τακουνιών εξακολουθούσε το τακ-τακ στ' αυτιά του. — Τι παράξενον ήχο, είπε, έχουνε τα γυναικεία τακουνάκια την ώρα που κατεβαίνουνε τις σκάλες.,,

Γιατί μαθές στη Σκιάθο; Χαθήκανε τα κορίτσια στη Σκόπελο; — Δεν έχομε μαθές, Μοναχάκη, κορίτσια στο Σκόπελο; Οι Σκιαθίτισσες πλιο σου πήρανε την καρδιά σου; Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Καλό και άξιο το Σκόπελο και τα κορίτσια του. Μα το ταίρι που θέλει ο Μοναχάκης δε βρίσκεται στο Σκόπελο. Σα βγήκε στη Σκιάθο ο Μοναχάκης, η καρδιά του λαχτάρησε.

Το είδες που το παράσερνε η θάλασσα· με πόσα καλά νομίζεις πως ήτανε γεμάτο; και πόσα ρούχα χαθήκανε μονομιάς; και πόσα στολίδια των σκυλιών; και πόσα λεφτά; μπορούσε κανείς ν' αγοράση τούτα εδώ τα χτήματα, αν τα είχεν εκείνα. Για όλ' αυτά θέλουμε να πάρουμε σκλάβο τούτονε τον κακό γιδάρη, που βόσκει τα γίδια ερχάμενος στη θάλασσα σαν ναυτικός. Τέτοια κατηγορία έκαμαν οι Μεθυμνιώτες.

Ο Γιάννης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο του: — Έτσι είνε οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμώνται μονάχα. — Ας είνε, ξαναείπε ο Μιχαληός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνης μαθές εδώ στον τόπο μαςτου ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω!

Μπήκαν στα ψηλά χόρτα και της φτέρες. Τα δέντρα ξανάκλεισαν πίσω τα κλαδιά τους. Και χαθήκανε μέσ' τα φυλλώματα. Ακούστε μια ωραία περιπέτεια, Άρχοντες. Ο Τριστάνος είχε αναστήσει ένα σκυλλί: ένα λαγωνικό, ώμορφο, ζωηρό, ελαφρό στην τρεχάλα. Κανένας κόμης κι' ούτε ο ίδιος ο Βασιληάς δεν έχει το όμοιό του για το κυνήγι με το τόξο. Τον έλεγαν Χουσδάν.