United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι’ ότι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Αν βάνης μες στον κόρφο σου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν και μέσα εκεί κλωσσούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Αν έχης τόση δύναμη, και αν έχης τόση γνώση Και να μαγέψης ημπορείς χωριά και πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους, Τα γαργαροτρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρια τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν, Τ’ αρκούδια κι’ ημερεύουνε, τους λύκους και δεν τρώνε, Τα βλογημένα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους, Και τα κορίτσια τ’ άσπλαχνα και δίνουν την καρδιά τους, Μάγεψε μου την, Μάγισσα, την άκαρδη παρθένα, Που ξεπερνάει στην ωμορφιά τες Ξωτικές του λόγγου Και τες Νεράιδες του γιαλού, που περπατούν στο κύμα, Να με θελήση γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρω, Και να μην πέσω στον γκρεμό, στην άβυσσο μην πέσω, Να σκοτωθώ παράκαιρα, να λείψω από τον κόσμο.

Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε και είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν. «Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένα και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει, σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις. Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω, αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα.

Κι η Κλεαρίστη αφού πήρε μαζί της τη Χλόη, την εστόλιζε σαν γυναίκα πια του γιου της. Μα το Δάφνη παίρνοντάς τον κατά μέρος ο Διονυσιοφάνης μονάχο, τον ερωτούσε αν είναι παρθένα. Κι άμα εκείνος ορκιζότανε ότι δεν είχε γίνει τίποτε περισσότερο από το φιλί και τους όρκους, αφού χάρηκε για τον όρκο, τους εκάθιζε στο τραπέζι. Τότε λοιπόν μπορέσανε να ιδούν ποια είναι η ομορφιά, όταν στολιστή.

Ελπίδα είχα του Αμλέτου μου γυναίκα να σε κάμω· την νυμφικήν σου κλίνην έλεγα να στρώσω, γλυκειά παρθένα, και όχι την ταφήν σου μ' άνθη εγώ να ράνω. ΛΑΕΡΤΗΣ Οργή τετράδιπλη να πέση εις την κατηραμένην κεφαλήν του ανθρώπου, που απ' το λαμπρό σου πνεύμα σ' έχει αποστερήση, ο κακούργος! — Το χώμα ολίγο αυτού κρατείτε, ως 'πούτην αγκαλιά μου να την κλείσω ακόμη μία φορά!

Φώναξε ο Διονυσιοφάνης δυνατώτερα από το Μεγακλή· κι αφού πετάχτηκε επάνω, φέρνει μέσα τη Χλόη, πολύ όμορφα στολισμένη, και λέει: — Τούτο το παιδί το ποραπέταξες· αυτή την παρθένα μια προβατίνα με την ένοια των θεών σου την ανάθρεψε, όπως μια γίδα το Δάφνη μου.

Όμως η ψυχή μου είναι παρθένα. Πάντα μ ό ν ο ς θα είναι, μα η μοναξιά και η ερημιά του θα είναι χαρά του. Όλα περνούν αγύριστα, Μα η Ελλάδα μια και αγύριστη· πάει, και να την κλαις! Όλα όμως ξαναγυρνούν, όσο αλλαγμένα κι αν είναι. Όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε μιαν Ελλάδα, και μια νιότη. Ξανάρχεται η άνοιξη, η ίδια, και όμως όχι η ίδια.

Κανένας δεν εγνώριζε πως τούτα είχα κρυμμένα και τα κρατούσα μυστικά• χαίρε! θα σε φιλήσω όμοια με τη μητέρα σου. Άρχισε από τώρα να τη γυρεύης• αν καμμιά απ' τους Δελφούς παρθένα εις το ναό σε άφησε, ή αν απ' την Ελλάδα. Ετούτα έχεις από με μαζύ κι' από το Φοίβο, που μέρος έλαβε κι' αυτός στην τύχη τη δική σου. ΣΚΗΝΗ ς'. ΙΩΝ. — ΚΡΕΟΥΣΑ εις τον βωμόν. — ΧΟΡΟΣ. ΙΩΝ Αλλοίμονο! αλλοίμονο!

Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• «Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα, είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465 θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα, και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».

Πρέπει, γι' ακόμη μεγαλύτερη ντροπή, εγώ να σας το πω; Ο κύριος μου πιστεύει ότι σας αγαπώ με ένοχο έρωτα. Ο Θεός το ξέρει μολαταύτα, κι' αν λέω ψέμματα, ας παιδέψη το κορμί μου, ποτέ δεν έδωσα την αγάπη μου σε κανέναν άνθρωπο εκτός σ' εκείνον που πρώτος με πήρε παρθένα στα χέρια του.

Κ' η Χλόη, επειδή δεν ήξερε τις πονηριές του ερωτευμένου, χαρούμενη έπαιρνε τα δώρα, κ' έχαιρε περισσότερο που τα είχε για να τα χαρίζη αυτή του Δάφνη· κ' επειδή έπρεπε πια να μάθη κι' ο Δάφνης τα έργα του έρωτα, έστησε φιλονεικία ο Δόρκωνας μ' αυτόν ποιος είναι ομορφότερος κ έγινε κριτής η Χλόη· και βραβείο για το νικητή ήτανε να φιλήση τη Χλόη· και πρώτος ο Δόρκωνας τέτοια έλεγε: 16. — Εγώ, παρθένα, είμαι μεγαλείτερος από το Δάφνη· εγώ είμαι γελαδάρης κι αυτός γιδάρης· μα είμαι και τόσο καλλίτερός του όσο είναι τα βώδια από τα γίδια· είμαι κι άσπρος σαν το γάλα και ξανθός σαν το στάρι που θα το θερίσουν· εμένα με ανάθρεψε μητέρα κι όχι αγρίμι.