Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
— Εννηά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο τάλλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται . . . Και λαβών κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων. — Κάνει να σου δίνω . . . ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης. Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.
Με το καλό τα παιδιά, πάντα με το καλό. ΦΙΝΤΗΣ Η μακαρίτισσα που είχε αυτές τις στραβές ιδέες, αυτές τις αδυναμίες, για την αναθροφή των παιδιών, τιμώρησε μονάχη τον εαυτό της, Αυτή δημιούργησε το σκληρό χαραχτήρα και τ' αγύριστο κεφάλι εκείνου του γιου μου, ίσαμε που τον είδε να παίρνη δρόμο από δω μέσα. και τότε άρχισε τα κλάματα, ώσπου το μαράζι την περιτριγύρισε όληνε και την πήρε μια φορά για πάντα κι αγύριστα...
Στη φτώχια, στη δυστυχία, στην ορφάνια, στην κατεργαριά. Ναι, στην κατεργαριά. Τα περισσότερα οι κατεργαρέοι του τα φάγανε. Σαν απόμεινε στην ψάθα χριστιανός δε γύρισε να τονέ δη. Ο Άγιος Γιάννης έγινε ο κουτο- Γιάννης με τόνομα. Σαν είχε δάνειζε στη φτωχολογιά, δανεικά κι' αγύριστα, δίχως αμανάτι, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό, «ο λόγος στον άνθρωπο!» έλεγε.
Θα ήρχιζαν τότε τα δανεικά — και αγύριστα βεβαίως — και αιτήσεις βοηθείας, και μεμψιμοιρίαι, και δυσαρέσκειαι και υποψίαι ίσως ακόμη, — τις οίδε — περί της πηγής του πλούτου των . . και φθόνος, . . . και χίλια άλλα κακά . . . Έπειτα ο κύριος Μαρής είχε ειπεί να του τα επιστρέψουν, αν πάγουν καλά η δουλειαίς των . . . Δεν έπρεπε να προσέξουν μήπως ζημιωθούν; Χωρίς άλλο! αλλά πώς; . . . απλοί άνθρωποι ως ήσαν; . . .
Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• «Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185 για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, 'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω• να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες, και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Ανελογίζετο αυτά, κ' έκλαιεν η ψυχή του.
Εγώ δηλαδή πιθυμούσα από μέρος μου να παραιτήση η γυναίκα μου τους στοχασμούς του θανάτου και να ξαναπάρη χάρη μου το δρόμο της ζωής, όπου φαινότανε σα να σταμάτησε παράλυτη όταν χάθηκε ο Σβεν. Εκείνη πάλι ήθελε να μπορούσα να δω καλά πως είχε κάμει αγύριστα πια ένα βήμα προς τον άλλον κόσμο από την ημέρα που έφυγε ο άγγελος της, όπως τον έλεγε.
Όμως η ψυχή μου είναι παρθένα. Πάντα μ ό ν ο ς θα είναι, μα η μοναξιά και η ερημιά του θα είναι χαρά του. Όλα περνούν αγύριστα, Μα η Ελλάδα μια και αγύριστη· πάει, και να την κλαις! Όλα όμως ξαναγυρνούν, όσο αλλαγμένα κι αν είναι. Όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε μιαν Ελλάδα, και μια νιότη. Ξανάρχεται η άνοιξη, η ίδια, και όμως όχι η ίδια.
Αυτά είπ' ο Δάφνις κ' έπεσε, κ' έδραμ' η Αφροδίτη κ' έδραμε κ' εδοκίμασε να τον ανασηκώση· μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι, το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες. Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν