United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί η καινούργια λεύκα δεν έμοιαζε με τα άλλα δένδρα, δεν είχε τα σημάδια των αδερφών της, ούτε στο κορμί της το παράξενο, ούτε στο αγκάλιασμα των κλαδιών της, ούτε στο σάλεμα των ψηλών κλώνων, όταν οι αγαπημένοι άνεμοι πετούσαν τρελλοί να χαιρετήσουν το ΓέροΠοταμό με τα ευτυχισμένα τα παιδιά του. Η καινούργια λεύκα ήταν ένα δένδρο που αγαπούσε να παίρνη ανθρώπινες μορφές.

Αφού δε προσαρμοσθή με αυτούς, είναι επόμενον να δίδη και παίρνη με αυτούς ό,τι επλάσθησαν να δίδουν και παίρνουν μεταξύ των οι τοιούτοι με έργα και λόγους.

το πάχος των ασθματικών αυτών καιρών μας πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη καλό, την άδειαν να ζητή σκυμμένη εμπρός της.

Σωκράτης Δεν ήσαν δε αι γνώμαι του αύται έμφυτοι εις αυτόν; ή όχι; Μένων Ναι. Μένων Φαίνεται. Μένων Φαίνεται. Σωκράτης Λοιπόν χωρίς κανείς να τον διδάξη αλλ' απλώς μ' ερωτήσεις ανέλαβε μόνος του από τον εαυτόν του την επιστήμην; Μένων Βέβαια. Σωκράτης Το δε να παίρνη κανείς την επιστήμην από τον εαυτόν του δεν είναι μόνον απλή ανάμνησις; Μένων Αναμφιβόλως. Μένων Ναι.

Όταν πάλι ο Σαίξπηρ παίρνη την ιστορία από τον δέκατον τέταρτον ως τον δέκατον έκτον αιώνα είναι θαυμαστόν πόσον προσέχει τα γεγονότα του να είναι όλως διόλου σωστάπράγματι ακολουθεί τον Holinshed παραδόξως πιστά.

Ρίχτηκαν στο χαροκόπι, σπατάλησαν το βιος, χρεώθηκαν, χαντακώθηκαν. Έφτασαν τα έχη τους στο σφυρί. Και στο αναμεταξύ οι Μορφόπουλοι καλητέρευαν. Η δυνατή και καλόχυμη ρίζα άρχισε πάλε να παίρνη απάνω της. Η σκλαβιά τους ατσάλωνε. Ήταν περήφανοι στη φτώχεια τους· σημαντικοί ακόμα και στην ταπείνωσή τους.

Άρχισε τότες ο Θοδορίχος μεγάλη καταστροφή και σφαγή κατά της Ροδόπης τα μέρη. Στοχάζεται λοιπόν ο Ζήνωνας να στείλη άλλο μήνημα του Θεοδορίχου, να κάμουνε δηλαδή ειρήνη, κ' έγινε αυτή η ειρήνη, με συφωνία να παίρνη ο Οστρογότθος χρονιάτικο όσα χρήματα του χρειάζουνται για μερικές χιλιάδες στρατό, να διοριστή στρατηγός Πραισέντης , και να δοθή στους ανθρώπους του ένας τόπος να κατοικήσουν.

Θηλυκό ήταν το παιδί τούτο· και κείτοντας κοντά του σπάργανα και σημάδια, φασκιά ολόχρυση, ποδήματα χρυσοκέντητα και βρακάκια χρυσοΰφαντα. Κ' επειδή ενόμισε σαν κάτι θεοτικό το ηύρεμα κ' έπαιρνε παράδειγμα από την προβατίνα να λυπηθή το παιδί και να τ' αγαπάη, παίρνη το μωρό στην αγκαλιά του, ρίχνει τα σημάδια στο ταγάρι του και παρακαλεί τις Νύμφες καλότυχη να αναθρέψη την ικέτιδά τους.

Σιγάσιγά την ξεπέρασε και σαν έγινε δυο φορές σαν την κούκλα της, τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν περισσότερο απ' τα γυάλινα μάτια της κούκλας και το μικρό της στήθος να παίρνη μιαν όμορφη στρογγυλάδα, που δεν την είχεν η κούκλα της. Τότε βαρέθηκε τη μικρή κερένια φιλενάδα της και την άφησε παραπονεμένη σε μια παλιά πολυθρόνα.

Προς τι τ’ αστέρια τ’ ουρανού, ο ήλιος το φεγγάρι, Τα δάση απάνω στα βουνά, τα λούλουδα στους κάμπους, Αν μάτια δεν υπάρχουνε μ’ αγάπη να τα βλέπουν; Προ τι τ’ αηδονολάλημα, κι’ ό, τι λογής τραγούδι, Αν δεν υπάρχη η ακοή γλυκά να τ’ απολάψη; Προς τι το γάργαρο νερό της δροσερής βρυσούλας, Αν δεν υπάρχη για να πιή το διψασμένο στόμα; Προ τι τα τριαντάφυλλα τα μύρα της Ασίας, Αν δεν υπάρχη άνθρωπος την ευωδιά να παίρνη; Προς τι τα νειάτα τα γλυκά και τ’ άρρητά σου κάλλη; Αν ένας νιος δεν τα χαρή, σαν το λεβέντη Γιάννο; Κι’ η Μάρω βαρυοστέναξε, πο την καρδιά της μέσα Και λέγει στην αρχόντισσα, και λέει στην προξενήτρα : —Ό, τι κι’ αν σου είπα, αρχόντισσα, είναι καθάρια αλήθεια.