United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιγάσιγά την ξεπέρασε και σαν έγινε δυο φορές σαν την κούκλα της, τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν περισσότερο απ' τα γυάλινα μάτια της κούκλας και το μικρό της στήθος να παίρνη μιαν όμορφη στρογγυλάδα, που δεν την είχεν η κούκλα της. Τότε βαρέθηκε τη μικρή κερένια φιλενάδα της και την άφησε παραπονεμένη σε μια παλιά πολυθρόνα.

Σήμερα είμαι ο κοινός κι' ο αλάθευτος προφήτης. Σήμερα ξέρω εκείνα που οι άλλοι τρέμουν να τα πουν. Ωραία κοπέλλα, στην άσπρη αυγή του γέλιου σου βλέπω τον Άδη των δοντιών που θα λείψουν. Ωραία γυναίκα! Στο μουσικό περπάτημά σου βλέπω την ποδάγρα που θα σε βυθίση στην πολυθρόναόταν σαλεύοντας το κάτω σαγόνι, πολύ γρηά, θα παραπονιέσαι χωρίς ν' ακουστής. Έφηβε!

ΑΡΓΓΑΝ Πώς δηλαδή; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όπου κι' αν είναι θάρθ' η κυρία. Ξαπλωθήτε σ' αυτή την πολυθρόνα και κάνετε πως είστε πεθαμένος. Θα δήτε πόσο θα λυπηθή όταν θα της το πω. ΑΡΓΓΑΝ Ναι, ας το κάνωμε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, αλλά να μη την αφήσετε πολλή ώρα στην απελπισία της, γιατί μπορεί και να πεθάνη ΑΡΓΓΑΝ Έννοια σου, ξαίρω εγώ. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Εσείς κρυφθήτε σ' εκείνη εκεί τη γωνιά.

Ενώ ο Μιλέζος έβγαζε από ένα κουτί τους μακριούς σκούφους από μαύρο πανί και ο Έφις μετρούσε με ανοιχτή την παλάμη την περίμετρό τους, κάποιος άνοιξε την μικρή πόρτα που έβγαζε στην αυλή και στο βάθος, με φόντο γιρλάντες από αμπέλι, φάνηκε, καθισμένη επάνω σε μια μεγάλη πολυθρόνα, μια επιβλητική γυναίκα που έγνεθε ήρεμη σαν βασίλισσα του παλιού καιρού. «Να η πεθερά μου∙ ρώτησέ την να σου πει εάν αυτά τα σκουφιά δεν μου κοστίζουν εννιά πέζα», είπε ο Μιλέζος, ενώ ο Έφις δοκίμαζε ένα τραβώντας επάνω στο μέτωπό του το άνοιγμα του σκούφου και διπλώνοντας την κορυφή επάνω στο κεφάλι του. «Διάλεξες τον καλύτερο, δεν είσαι αφελής, όπως λένε!

Τώρα είμαστε οι κύριοι εδώ μέσα εις το σπίτι! έλεγε η γάτα του δωματίου. Δεν είχεν ακόμη βραδυάσει, όταν οι τρεις εύθυμοι άνθρωποι έφθασαν εις Βιλλνεύβ και εκεί εγευμάτισαν. Ο Μυλωθρός εκάθισε εις την πολυθρόνα, εκάπνισε την πίπα του και επήρε ένα υπνάκο.

Κ' είδα πως αποχαιρετούσε πάλι, μα όχι με τον ίδιον τρόπο καθώς λίγες ώρες προτήτερα. Την άλλη μέρα θα πήγαινε στην κλινική. Μα όταν ξύπνησα το πρωί, ο Ούλοφ είταν καθισμένος στη μεγάλη πολυθρόνα αντικρυνά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. — Είσαι πολλή ώρα εδώ; τονέ ρώτησα ξαφνισμένος. — Ναι, απάντησε μονοσύλλαβα.

Κανείς δεν το ξαίρει ακόμα αυτό το δυστύχημα· βρέθηκα μονάχη μου εδώ μέσα. Έπεσε απάνω στα χέρια μου. Να, κοιτάχτε τον πώς είνε ξαπλωμένος μακρύς πλατύς στην πολυθρόνα. ΜΠΕΛΙΝΑ Δόξα σοι ο Θεός! Εγλύτωσα πεια απ' αυτό το βάρος. Τι βλάκας που είσαι, Τουανέττα, να λυπάσαι έτσι για ένα τέτοιο θάνατο! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ενόμιζα, κυρία μου, πως έπρεπε να κλαίω. ΜΠΕΛΙΝΑ Πάψε, πάψε, δεν αξίζει τον κόπο.