United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν ξύπνησα, στέκουνταν η μακαρίτισσα η μάννα μπροστά μου, και μου έλεγε πως είταν ώρα για το &Σκολειό&. Δάσκαλέ μου, δε θαρχίσω την ιστορία της δασκαλικής σου δω πέρα! Μήτε για τα συνηρημένα, μήτε για τα εις &μι& δεν έχουμε τόπο. Κ' ίσως μήτε αξίζει τον κόπο. Είσαι αρρώστια, και τίποτις άλλο. Λίγος φρέσκος αέρας, και χάθηκες. Έπειτα συ πια τώρα δε φταις. Διδάσκεις αυτά που ζητούμε.

Κ' είδα πως αποχαιρετούσε πάλι, μα όχι με τον ίδιον τρόπο καθώς λίγες ώρες προτήτερα. Την άλλη μέρα θα πήγαινε στην κλινική. Μα όταν ξύπνησα το πρωί, ο Ούλοφ είταν καθισμένος στη μεγάλη πολυθρόνα αντικρυνά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. — Είσαι πολλή ώρα εδώ; τονέ ρώτησα ξαφνισμένος. — Ναι, απάντησε μονοσύλλαβα.

Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.

Και ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Άνθρωποι μωροί, που δε νοιώθουνε τίποτε. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε. Έμεινα άφωνος κοντά της και την κοίταζα. Είχε ξαναπάρει σχεδόν την ίδια έκφραση που είχε όταν είταν κόρη και για πρώτη φορά την είδα να κοιμάται ακόμα, όταν ξύπνησα.

ίδιο μέρος, όπου ακκουμπούσε πριν η Έλσα το δικό της. Έτσι περάσανε δυο τρεiς ώρες κι ο ήλιος ανέβαινε πάντα ψηλότερα στον καλοκαιρινό ουρανό. Ξύπνησα από ένα αλαφρό σκούντημα της γυναικός μου. — Ξύπνα, είπε. Ο Σβεν πεθαίνει τώρα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί μέσα.

Τι εννοείς; Φώναξα κι’ εγώ. «Δεν καταλαβαίνω». Δεν έχει σημασία, απάντησε, «πήγαινε πίσω από όπου ήρθες». Δεν ήθελε να προσθέσει τίποτα άλλο, και γεμάτος ερωτηματικά, γύρισα στο δωμάτιό μου στο παλάτι και πήγα στο κρεβάτι. Όταν ξύπνησα και σκέφθηκα την περιπέτειά μου, πίστεψα ότι την είχα ονειρευτεί και έστειλα ένα υπηρέτη να ρωτήσει αν ο πρίγκιπας είχε ντυθεί και μπορούσε να με δει.

Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.

«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' αποκοιμήθηκα... » Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου!

Μ' αληθινά φοβήθηκα, γιατ' είπα μήπως είνε κανένα ψάρι 'ξωτικό ή ψάρι μαγεμμένο. Προσεκτικά ξεκάρφωσα ταγκίστρι από τα χείλη, μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι· τώρριξα απάνω σ' τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα πως δε θε να πατήσω πια σ' το πέλαγος το πόδι, παρά θα ζήσω σ' τη στεριά με το χρυσάφι πούχω. Τα είδ' αυτά και 'ξύπνησα.

Και σα στάθηκε και με κοίταξε, χαμογέλασε και γύρισε προς το σύντροφό του απ' έξω, κ' είπε: «Καιρός του είναι πια να μας έρθη». Και ξύπνησα αμέσως τρομαχτικά. Κι άρχισα και συλλογιούμουν πως κάτι σημαίνει αυτό τόνειρο. Τάχα να μην έκαμνα το χατίρι τους και με φωνάζουνε πριν αποτελειώσω; Τάχα να την αποτέλειωσα τη δουλειά μου; Θεός το ξέρει.