Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Μάννα, θυγατέρα, αδελφή, σπίτι, χωριό, πατρίδα είταν όλα φευγάτα! Βρισκόμουν, και βρίσκομαι ακόμα στα έρημα τα ξένα, κι' όλα όσα είδα και σας διηγήθηκα δεν είταν άλλο παρά μια γλυκειά οπτασία, ένα ευτυχισμένο όνειρο, που μου δώρησε η αγάπη της Πατρίδας μου, που βρίσκεται τόσο μακρυά. Τι πικρή που θα είταν ακόμα η Ξενιτειά, αν δεν είταν και τα όνειρα!

«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' αποκοιμήθηκα... » Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου!

Ρίχτηκαν τα σκυλλιά απάνω στον ανεμοστρόβιλο, κι’ είδα ένα χορό γυναίκες πανέμορφες, μ’ ένα σιντόνι η καθεμιά ζωσμένη, που τρύπωσαν μέσα στο λόγγο, χορεύοντας και φεύγοντας με τα φύλλα, σαν αστραπή. Έχασα τα λογικά μου. Δεν είξερα πού είμουν. Και όταν ήρθα στον εαυτό μου, ύστερα από μήνες, κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο μαναστήρι. Το πάθημα του Σιάνου είνε γνωστότατο σ’ όλη την επαρχία.

Μόνον ανόητη μου φαινόταν του διαβόλου η διαγωγή· αλλ' αν δεν ήτον ανόητος, πώς διαρκώς θ' ανακατευότανε σε ξένες δουλειές; Στον Άγιο Θωμά βρισκόμουν διαρκώς σένα κύκλο αγάπης. Η θεία μου εύρισκε του πουλιού το γάλα να μευχαριστή· κοι ξαδέρφες μούδειχναν την τρυφερότερη αγάπη και αφοσίωση. Όλοι για μένα φρόντιζαν, για μένα μιλούσαν· Να μη μου λείψη τίποτε, να μη στενοχωρηθώ από τίποτε.

Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου. «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα! «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου!

« Μες' των Αγράφων τα βουνά » Βρισκόμουν, και μαθαίνω » Το θάνατό σου το σκληρό. » Τότε καιρό δε χάνω· » Πετάω 'σάν την αστραπή » Απ' τα βουνά απάνω, » Και φθάνω κάτωτη Γραβιά » Και μες 'ςτό χάνι 'μπαίνω

Εκεί καταστενοχωριώμουν για τ' αργοβάδισμα τ' αλόγου μου, για την ορμή του ανέμου, για τες τουλούπες του χιονιού, πώδερναν το πρόσωπό μου, για το κρύο π' άρχισε να μ' αναιβαίνη, από τα ποδάρια ως την καρδιά, και να μου τρυπάη τα κόκκαλα, και για τον ατέλειωτο δρόμο, κι' εκεί βρισκόμουν ήσυχος- ήσυχος στη ζεστή και γλυκή αγκαλιά της υπομονής, και στοχαζόμουν τη στιγμή, που θάμπαινα στο σπίτι μου, τι χαρά θα έκανε η μαννούλα μου, που μώγραφε στο υστερνό της γράμμα, ότι τα συμφώνησε με τον Χάρο να την καρτερέση ως να με δεχτή πρώτα από τα Ξένα, κι' ύστερα να του παραδώση την ψυχή της.

Αλλά και το κυνήγι μάφηνε νου για τίποτε άλλο, έξω από τις φροντίδες του; Όλη μέρα βρισκόμουν έξω από το χωριό και το βράδυ έφτανα κατάκοπος και κοιμώμουνα ύπνο χωρίς όνειρα. Πήγα με το Βασίλη και στο γιαλό και περάσαμε μέρες. Κυνηγήσαμε πολύ· κιόταν γύρισα στο χωριό, ήμουν μαύρος σαν αράπης από τον ήλιο. Για το Βαγγελιό άκουα πως ήτον πάντα άρρωστη.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν