United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαιτα πλούτη αυτά, 'που έχω. και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. κ' έστεργα εγώσπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, και ώραιςτο κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα αυτός να πάθη και άσβυστοςεμέ να μείνη ο πόνος κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησετο σπίτι ακόμη βρέφος».

Είχον πτέρυγας και εγώ, απαστράπτουσας εις τον ήλιον, είχον στέμμα, μαρτυρούν σφρίγος και ζωήν, την οποίαν απελάμβανον, χωρίς να την γνωρίζω· σήμερον την γνωρίζω, αλλά δεν την απολαμβάνω πλέον. . . Οίμοι! είχον κεκλεισμένα τα όμματα εις την σοφίαν, και διά της αμαθείας μου έβλεπον τον κόσμον· σήμερον έχω ανοικτά εις την σοφίαν τα όμματα, αλλά τον κόσμον τον έχασα!. . .

Βουνά του Πίνδου μου 'ψηλά, με τα πολλά κλαριά σας, Με τα τρανά τα πεύκα σας ταις γέρικαις οξειαίς σας, 'Ζήλεψα τα λημέρια σας, τους ίσκιους, ταις δροσιαίς σας! Τη λίμνη τ' Αγγελόκαστρου όσαις φοραίς κυτάζω. Τα Γιάννινατα Γιάννινα θυμούμαι, και χτικιάζω. Αχ πότε, πότε ελεύθερα να σας πατήσω πότε, Και τότες ας σβυσθώ με μιας, ας αποθάνω τότε! Εδώ, μακρυά σας, έχασα την δόξα, την ανδρειά μου.

Μα τι, κι' εσάς δεν έχουν τα σπίτια κλάψες πούρθατε να με φροντίστε τάχα; 240 Για μ' αψηφάτε πια που να! με καταράστη ο Δίας κι' έχασα τέτιο γιο λαμπρό; Όμως κι' εσείς, ας είναι, χάθηκε εκείνος, κι' οι οχτροί θα δείτε αν θα σας ψήσουν... Μα εμένα πριν τα μάτια μου μου δουν αχ την πατρίδα να σβύνει να ρημάζεται, πριν στ' Άδη ας πάω τα βάθια245

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αιώνια τον θάνατον θα κλαίης του Τυβάλτη; ή με τα δάκρυα θαρρείς τον τάφον του θ' ανοίξεις; κι αν τον ανοίξης, την ζωήν θα του την ξαναδώσης; Παύσε τα κλαύματα λοιπόν. Η μετρημένη λύπη πολλήν αγάπην μαρτυρεί· κ' υπερβολή της λύπης δεν φανερόνει πολύν νουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! άφησε να κλαίω εκείνον οπού έχασα.

Εις εσένα αφίνω την κυβέρνησιν του βασιλείου μου, και κυβέρνησέ το καθώς ημπορείς, διατί εγώ θέλω να απεράσω το επίλοιπον της ζωής μου εις το να κλαίω την γυναίκα μου, και τα δύο μου παιδιά που τα έχασα από αγνωσίαν μου.

Η Ζωηδία πρόσταξε και πήραν το ζεμπίλι του βαστάζου που χάρηκε πολύ όταν ξελάφρωσε από το βάρος και τον πλήρωσαν ικανοποιητικότατα. Αλλά ο βαστάζος δεν έφευγε και η Ζωηδία τον ρώτησε αν ήταν δυσαρεστημένος από την πληρωμή. «Κυρά μου» απάντησε «ήδη μου δώσατε πολλά και φοβάμαι ότι το παρατραβώ που δεν φεύγω αμέσως. Αλλά συγχωρήστε με, τα έχασα που τόσο όμορφες γυναίκες ζουν μόνες τους.

Έτσι δεν έχασα καιρό να πω στον θείο μου ό,τι ήξερα, και παρατήρησα ότι πριν καν τελειώσω, η λύπη του είχε κάπως ελαφρύνει. Αγαπημένε μου ανιψιέ, μου είπε, «η ιστορία σου μου δίνει κάποια ελπίδα. Ήξερα ότι ο γιός μου έκτιζε ένα μαυσωλείο, και νομίζω ότι μπορώ να βρω το σημείο. Αλλά μια και ήθελε να κρατήσει το θέμα κρυφό, ας πάμε μόνοι μας να ψάξουμε το μέρος.

Τότε ηθέλησε να γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός. — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το φως μου. — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή. — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα ακολουθήσω ακόμη την πληγωμένην τύχην του Αντωνίου, μολονότι η λογική μου υπαγορεύει να πράξω το εναντίον. Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ μετά πολλών υπηρετών. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ακούσατε· η γη μου απαγορεύει να βαδίσω πλέον επ' αυτής, αισχύνεται να με φέρη! — Πλησιάσατε, φίλοι. Τόσον πολύ εβραδυπόρησα εις τον κόσμον, ώστε έχασα διά παντός τον δρόμον.