United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.

Ελησμόνησες λοιπόν, αυθέντα, την ιστορίαν του γέροντος, μετά του οποίου ωδοιπόρησα από Νεαπόλεως μέχρι Ρώμης, και των δύο δακτύλων, τους οποίους έχασα υπερασπίζων εκείνον; Οι λησταί, οίτινες τον εκτύπησαν δια μαχαίρας, τον είχον αφήσει εκπνέοντα και τον έκλαυσα επί πολύ, Φευ! επείσθην ότι ζη ακόμη και ότι αποτελεί μέρος της χριστιανικής κοινότητος εν Ρώμη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και της Λακωνικές μου αυτές, μα τον Διόνυσο, της έχασα κ' εγώ, Μα μ' έσφιξε το χέσιμο, που λες, και δεν αργώ, κ' έβαλ' αυτό το τσόκαρο, μη χάσω τον καιρό και χέσω μεσ' στο πάπλωμα, που ήταν καθαρό. ΑΝΗΡ Τι να συμβαίνη τάχατες; μήπως καμμιά της φίλη για δείπνο καμμιά πρόσκλησι κρυφά της είχε στείλη; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπορεί κι' αυτό• δεν είν' κακές κι' αυτές η κακομοίρες•

Όταν η είδησις εκείνη έφθασε, μου φάνηκε σαν να εγίνουνταν γύρω μου φως. Μια τελευταία ελπίδα ζωής καλής, ζωής ωσάν εκείνη που ζήσαμε μαζή της πρώτες μέρες του γάμου μας, μου φάνηκε σαν να φωτοβολούσε στην ψυχή μου. Δεν έχασα καιρό. Έφυγα αμέσως. Κ' έφθασα εδώ την πρώτη μέρα των αγώνων Κ' αμέσως χωρίς στιγμή ν' αφήσω, έτρεξα στο Στάδιον. Μ α ρ ί α. Κ' ήσουν εκεί!

Κ' εγώ, εγώ που έκλεισα ‘ς την έχθραν σας τα 'μάτια έχασα δύο συγγενείς. Οι πάντες τιμωρούνται! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δος μου το χέρι σου εδώ, ω αδελφέ Μοντέκη. Ιδού το προικοσύμφωνον της κόρης μου. Τι άλλο να σου ζητήσω ημπορώ; ΜΟΝΤΕΚΗΣ Εγώ θα δώσω κι' άλλο.

Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά περιέργειαν, παρά δι' άλλο.

Σε παροτρύνουν να ριψοκινδυνεύσης το ίδιον πρόσωπόν σου εις τους μεγαλειτέρους κινδύνους, και επί πλέον, σε χαρακτηρίζουν ως Καίσαρα μικρόψυχον ποιητήν, ως εμπρηστήν και ως κωμωδόν· τα ώτα μου δεν δύνανται να ακούωσι περισσότερα. — Έχασα, εσκέφθη ο Πετρώνιος.

Αντί όλου του έξω κόσμου, τον οποίον είχα ιδικόν μου, μου έφεραν εδώ αυτό το χορτάρι και σε μαζή! Αχ, μ' ενθυμίζεις τι έχασα! Κάθε σου φύλλον μου είναι έν άνθος, και κάθε χόρτον μου είναι έν δένδρον. — Ας ημπορούσα να την παρηγορήσω, έλεγε μέσα του το χαμόμηλον. Εν τούτοις ενύκτωσε, και δεν ήλθε κανείς να ποτίση το φυλακισμένον πουλάκι.

Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα. Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο. — Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι άνθος εξέλεγες; Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς: — Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη.

Αλλοίμονο! έχασα τον πατέρα μου, το μόνο πράγμα που μου έμενε στον κόσμο! Και το απελπιστικώτερο ακόμα, τον έχασα σε μια στιγμή που ήταν θυμωμένος μαζί μου! Τι θα γίνω η δυστυχής! και τι παρηγοριά μπορώ να βρω ύστερα από μια τέτοια στέρησι; ΚΛΕΑΝΘΗΣ Μα τι έχεις, Αγγελική μου; τι δυστύχημα σου συμβαίνει και κλαις έτσι;