United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνο πως δεν ήθελε να πεθάνη στην εγχείριση, μα είταν ευχαριστημένη να κλείση τα μάτια ήσυχα κ' ήθελε μόνο να ζήση με τους πόνους τόσο, όσο της χρειαζότανε να προετοιμάση τα παιδιά για ό,τι μέλλει να γίνη και να ταποχαιρετήση. Όλα αυτά μου ήρθαν τόσο ξαφνικά, ώστε δεν μπορούσα να συγκεντρώσω τους στοχασμούς μου, πολύ λιγότερο να βρω λόγια να της απαντήσω.

Έτσι δεν έχασα καιρό να πω στον θείο μου ό,τι ήξερα, και παρατήρησα ότι πριν καν τελειώσω, η λύπη του είχε κάπως ελαφρύνει. Αγαπημένε μου ανιψιέ, μου είπε, «η ιστορία σου μου δίνει κάποια ελπίδα. Ήξερα ότι ο γιός μου έκτιζε ένα μαυσωλείο, και νομίζω ότι μπορώ να βρω το σημείο. Αλλά μια και ήθελε να κρατήσει το θέμα κρυφό, ας πάμε μόνοι μας να ψάξουμε το μέρος.

Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη και να φυσά. — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε.

Το ένα πρώτο για να βρω νερό κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα γνώριμο... να τον αρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου. Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύσι, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους.

Ο Μανώλης επροχώρησεν εις το χωριό σιγοτραγουδών: Διάλε τσ' αποθαμένους μου οφέτος κιάν αφήσω, Παρά να βρω να παντρευτώ να μην παραλοΐσω. Πανταχόθεν του απηυθύνοντο χαιρετισμοί από άνδρας και γυναίκας: «Καλώς ώρισες, ΜανωλιόΤινά δ' εκ των παιδίων, τα οποία τον είδαν, προέτρεξαν να δώσουν την καλήν είδησιν εις την μητέρα του.

Κίτρινη, αδυνατισμένη και ζαρωμένη, αληθινή γριά, όπως την έλεγαν, απόρριμα τον κόσμου, σα ρόδο μαραμένο και πεταμένο στο δρόμο, που κανείς δε στρέφεται να το κυτάξη. Κέτσι όπως τη φανταζόμουν, τη λυπόμουν περισσότερο, αλλά και δεν την αγάπησα περισσότερο. Ενώ με τόσο πόθο ερχόμουν να τη βρω, τώρα φοβόμουν να τη δω.

Εκείνο που πίστευα δεν είταν κάτι σταθερό. Ζητούσα μόνο να βρω το πιο ψηλό και συχνά, ακόμα και στην πρώτη νιότη μου, η φτώχεια εκείνου, που τονομάζουνε με την κακή λέξη «υλισμό», με ξάφνισε με την ξερή του ψυχρότητα.

Μακρυά από με ο φιλάργυρος με το πολύ το βιος του κι ας λαχταρά κι ας δέρνεται για να συνάξη κι άλλο· εγώ το βιος δεν το ποθώ, μα προτιμώ και θέλω του κόσμου την υπόληψη, του κόσμου την αγάπη. Με τη βοήθεια των Μουσών ψάχνω να βρω τον άντρα που να ταξίζη να του 'πώ παινετικά τραγούδια· γιατ' είνε δύσκολο πολύ τέτοιους ανθρώπους ναύρης χωρίς τις κόρες του Διός που γνωστικά λογιάζει.

Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γυιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι. Η μάννα, που να είταν άλλη φορά, τα ρούχα της θάσκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξη να τονε ρωτήση ποια είταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.

Τότε ο Έφις θυμήθηκε το πανηγύρι στο Ριμέντιο, τη Νατόλια και την Γκριζέντα που χόρευαν έχοντας στριμώξει ανάμεσά τους τον ξένο και ένας δυνατός πόνος τον διαπέρασε, αλλά ο πόνος αυτός του δημιούργησε μια έντονη επιθυμία μα κάνει κάτι ενάντια στη μοίρα. «Πού μπορώ να τον βρω; Να είναι στο Μύλο τώρα;» «Κατά φωνή…