United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δε λυπάσαι, παιδί μου, τη μάνα και την αδερφή σου, δε λυπάσαι τη νιότη σου; Δε συλλογάσαι πως κατασταίνεσαι ένας απού τσ' ωμορφότερους νιους; και με τα γράμματα που μαθαίνεις και την κατάσταση πούχομε θάσαι παντού παρακαλετός να πάρης την καλλίτερη κοπελιά. Σανημένει μια ζωή ευτυχισμένη και συ θες να πέσης στη φωτιά να καής.

Δεν κάνει ναπυριαστούμε κιοί γίδιοι για να μη μάςε πιάση το βλάβος; είπεν ο Μπαρμπαρέζος εξάγων τα «πυροβολικά του» διά να ανάψη το πελώριον τσιγάρον το οποίον είχε κατασκευάση. Εγώ αυτό θα κάμω με τον καπνό. Δεν τσ' αφίνεις, μωρέ άθρωπε, αυτές τσανεμοκουβέντες; Κάθα καλοκαίρι την ταχυνή πέφτει αυτή η καταχνιά.

Ήρθα να σάςε πω πως δε θέλω μπλειο παντριγές, μουδέ πράμμα, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον μεγάλης αγανακτήσεως. — Να τα! ... Και πώς σούρθε πάλι τουτονά το ξαφνικό; Μην 'πά και μάλωσες πάλι με το Στρατή; — Δεν εμάλωσα με κιανένα. . μα δε θέλω να ξανακούσω τόνομά του μουδ' αυτουνού μουδέ τσ' αδερφής του, μουδέ κιανενούς απού τη χοιρογενειά τως! Δε θέλω μπλειο να τσοι κατέχω.

Γλέπ'ς κει δα κάτ' είν' η γίδης στριμουμέναις κ' η δυο, τουλόου σ' πού θα πατήσης να τσ' δέσης να τσ' ανεβάσης απάν'; Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παππα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρο σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ' έσεισε την κεφαλήν. — Αποκοτιά, είπε, μεγάλ' αποκοτιά.

Να σ' ορίσου, απ' λέει, ου λόους, παππά μ', να σ' πω, Στάθη μ', αυτό, τι λογάτε, είνε, απούπε κ' η αϊωσύνη τ', απ' λέει κ' η θεια τ' Αρετώ, μειγάλη απουκουτιά. Ένα πάτ'μα είνε κει-δαμέσα, έν' απλόχερο χούμα κη δυο δάχτ'λα κουτρώνι, πού θα πατήσ', πως θα πιάσ' τσ' γίδης, να τσ' δέσ', απ' λέει ου λόους, να σ' ορίσου, παππά μ'. — Εγώ δεν τον παρακινώ να καταβή, είπεν ο ιερεύς.

Μωρέ μούτρα και μπαίνουν με τσ' ανθρώπους! Ου! να μου χαθής! Και με ταχείαν κίνησιν του έστρεψε τα νώτα και εκλείσθη εις το σπίτι, ο δε Μανώλης έμεινεν αποσβολωμένος εις τον δρόμον. Τόσον βεβαίας ελπίδας είχεν εις την εντύπωσιν της ποδιάς, ώστε η αγανάκτησίς του υπήρξε μεγάλη. Θαπηλπίζετο δε εντελώς, αν δεν ενεθάρρυνε την επιμονήν του με τους πειστικούς και διερεθιστικούς της λόγους η χήρα.

Εκείνος τα έσπρωξε πίσω, με τη ράχη του χεριού του, κ' είπε·Δε χρειάζονται λιεφτά... Κράτα τα να κολλήσης καμμιά λιαμπάδα στη χάρ' τς για τον μορφονιό σ', που είνε ζαμπούνης. Σαν παράξενα σου φαίνονται αυτά; — απέστρεψεν αίφνης τον λόγον προς εμέ η αφηγήτρια. — Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους.

Άιντε άιντε ωρέ, τι τσελιγκάδες θα νάν' εκεί; Μα τσ' φτάν' εκείν' δα η τοσούλα η μικρή η λούτσα για να ποτίζουν τα κοπάδια τσ'; Κι' όλο 'ςτόν κάμπο αυτοίν, κάθουνται; Δε βγαίνουν στο βνο μπιτ και μπιτ; Ζάνε τα πρόβατά τσ' και το καλοκαίρ' στον κάμπο; Ο Αρβανίτης, που τον εκύτταζε και τόρα με ολάνοιχτα τα μάτια για τα παράξενα λόγια του, δε φτούρησε πλια και του φώναξε με ειρωνικό χαμόγελο.

Και λυγίζωντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης ανταπόδωκεν αμέσως το πείραγμα: — Κα μπρε τα πουλί μου... Τσ' αν πας στο Ταϊγάνι τσ' ερθής με το καλό, να μου φέρης ένα φλουσκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!... Ο θερμαστής είχε τα ένα πόδι στη σκάλα κ' ετοιμαζόταν να βάλη και το άλλο. Επήγαινε ν' αλλάξη τα βρεγμένα ρούχα του.

Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας, αποθανούσης μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να βλέπη ανύπανδρον την μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει ως να εμοιρολόγει κάτω εις την σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει πως δε θα σηκωθή . . .