United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΔΟΡΚ. Α, νάτος, έρχεται. ΠΑΝ. Θα λιποθυμήσω, Δορκάς, διότι δεν ξέρω τι να κάμω. ΔΟΡΚ. Ω τρομάρα μου! έρχεται και ο Φιλόστρατος. ΠΑΝ. Τι να γείνω; Γιατί δεν ανοίγει η γη να με καταπιή; ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ. Πάμε να πιούμε, Παννυχίδα. ΠΑΝ. Με κατέστρεψες. Καλώς ώρισες, Πολέμων πολύ άργησες να μας έρθης. ΠΟΛΕΜΩΝ. Ποιός είνε αυτός που σου μιλά; Σιωπάς; Ωραία!

Στην καρδιά μου τον έχω, που λες. Μα να τόνε γνωρίσης σαν έρθης. Θαφήσης το θάμα σου, να σε χαρώ. Όχι πως τον αγαπώ. Την έχει μέσα του την καλοσύνη ο Καπτάν-Μιχάλης. Μαζί του νάσαι, χίλιες καρδιές αλλάζεις. Κομάτι μάλαμα, μα το ναι. ... Αποβραδίς είχαμε πη, να βγούμε με την καθετή σύνταχα. Ως που να ζεστάνη καλά, όσο νάχη, μια τηγανιά καλή πάντα θα την πάρουμε, ελόγιαζε ο Καπτάν-Μιχάλης.

Και λυγίζωντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης ανταπόδωκεν αμέσως το πείραγμα: — Κα μπρε τα πουλί μου... Τσ' αν πας στο Ταϊγάνι τσ' ερθής με το καλό, να μου φέρης ένα φλουσκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!... Ο θερμαστής είχε τα ένα πόδι στη σκάλα κ' ετοιμαζόταν να βάλη και το άλλο. Επήγαινε ν' αλλάξη τα βρεγμένα ρούχα του.

Αν έρθης μάλιστα παρακάτω, στο καφενεδάκι που μαζεύουνται τα μεγαλοσάνιδα, να μη γελαστής και τους ξεστομίσης λέξη για τους τόσους άντρες που ανεμοσκορπίζουν πολύτιμη δύναμη και παλικαριά σ' αμανέδες και σε πιοτά. Να μην τύχη και τους δείξης τι πιδέξια μπορούσανε να παίζουνε μπόμπες στα σβέλτα τους χέρια. Να μην τύχη, γιατί θα σε δέσουν αμέσως.

— Α μπα, κυρία· δεν έχω να πάω πουθενά. δεν έχω φίλες· απάντησε αμέσως εκείνη. — Σε καλό σου, κορίτσι μου! είπε με ψυχοπόνια η κυρία. Εσύ πριν έρθης μας ζάλισες με το έξω σου. Και τώρα πώς έγινες έτσι; Μην αρρώστησες; μη σου συμβαίνει τίποτε; — Όχι, κυρία. Μα βλέπεις από τότε άλλαξαν τα πράματα. Ποιόν να ιδώ έξω; τίνος να μιλήσω ; Εδώ κάθουμαι και τα λέω με τον αρρεβωνιαστικό μου.

Μιράντα· αλλά πώς σώζετ' αυτό ζωντανό μέσα στο νου σου; Τι άλλο ακόμα ξανοίγεις οπίσω σου στη σκοτεινήν άβυσσο του καιρού; Αφού κάτι θυμάσαι πριν έρθης εδώ, δύνασαι να θυμάσαι και το πώς ήρθες εδώ. ΜΙΡ. Αυτό δεν το θυμάμαι. ΠΡΟΣΠ. Δώδεκα χρόνους κ' εδώ, Μιράντα, δώδεκα χρόνους κ' εδώ, ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και δυνατός μονάρχης. ΜΙΡ. Αφέντη, δεν είσαι ο πατέρας μου;

Όταν έρθης όμως στην πραγματικότητα και στην πείρα, δε θαύρης τίποτ' απ' όλα αυτά. Είνε σαν εκείνα τα ωραία όνειρα, που όταν ξυπνάς δε σ' αφίνουν τίποτ' άλλο παρά μόνον τη δυσαρέσκεια που τα πίστεψες. ΑΡΓΓΑΝ Δηλαδή όλη η επιστήμη του κόσμου είνε κλεισμένη μέσα στο κεφάλι σου και νομίζεις πως ξαίρεις περισσότερα από όλους τους μεγάλους γιατρούς του αιώνος μας.

Καλά 'καμες κιόλας κήρθες νύχτα, να μη δης πως έχω καταντήσει. Σώπασε και κατάλαβα πως σιγόκλαιγε. — Κιαν ο λοϊσμός μου, είπε σε λίγο, ήλεγε να μην ερθής, η καρδιά μου ελαχτάριζε να σε δω. Πάντ' ανήμενα κιώρπιζα πως θα σε δω, πριχού ναποθάνω, και καλά 'καμες κήρθες, γιατί ποιος κατέει... — Όι δε θαποθάνης.

Τόνομά σου έχει, στα χείλια της. Με τόνομά σου πεθαίνει. Δεν το θέλει ο Θεός να μην έρθης. Ψυχικό είναι, κύριε Τάσσο. Έλα, πρόφτασε! ΦΛΕΡΗΣΤι; Ποιος; Η Λέλα ίσως; Πεθαίνει η Λέλα; Γιατρέ, πες μου την αλήθεια! ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Λέλα! Μην κάνεις έτσι, Τάσσο μου. Δεν είναι και τόση απελπισία. Χτυπήθηκε ταπόγεμα μέσα στο πάρκο. Ησύχασε. Θα γίνη καλά. Κάθισε, θα πάθης τίποτε. Η Λέλα θα γίνη καλά, σου λέω.