Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
— Βρε Γιώργη; Τ' είνε τούτο το κακό; του είπε ο Μητσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια. — Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης. — Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε. — Το βλέπω κ' εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω... Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε απ' έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθή.
Έπαψαν τη φιλονεικία τους και τον κύτταξαν με ψυχοπόνια. — Δεν το ξέρετε; τον ρώτησε ο Περαχώρας, μαντεύοντας την αγωνία του· πώς δεν το ξέρετε ; — Θάρρος, φίλε μου, θάρρος! του φώναξε ο Γκενεβέζος. Είνε για σας ζήτημα ζωής. Για σας και για τους απογόνους σας. — Συλλογισθήτε, είπε αργά και σοβαρά ο Περαχώρας, πως είνε ο μοναδικός κρίκος που σας δένει με τους προγόνους σας.
Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάση στον καλό της, να τον συντροφέψη όλη τη νύχτα, να του πη τα μυστικά της αγάπης. Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακρυά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.
— Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή! Και τάκλεισε πάλι. — Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!... ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια. — Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό του. — Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί: Το αίμα νερό δε γίνεται. — Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.
Χρυσό ετρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβυνε κ' εθάμπωνε, έλαμπε κ' έσβυνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο επισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες, πείσμα έδειχναν και την απλή έκπληξι ενός γίγαντα. Σύντροφοι όμως ήσαν και τους εκύταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η ομίχλη έσυρε κ' εκεί την υγρή σκέπη της, μας απομόνωσε στη γολέτα· έκλεισε τα πάντα στο μυστήριο.
— Α μπα, κυρία· δεν έχω να πάω πουθενά. δεν έχω φίλες· απάντησε αμέσως εκείνη. — Σε καλό σου, κορίτσι μου! είπε με ψυχοπόνια η κυρία. Εσύ πριν έρθης μας ζάλισες με το έξω σου. Και τώρα πώς έγινες έτσι; Μην αρρώστησες; μη σου συμβαίνει τίποτε; — Όχι, κυρία. Μα βλέπεις από τότε άλλαξαν τα πράματα. Ποιόν να ιδώ έξω; τίνος να μιλήσω ; Εδώ κάθουμαι και τα λέω με τον αρρεβωνιαστικό μου.
Αν τύχει από μεγάλη ψυχοπονιά και συμπάθεια να αισθάνεται ο κοινωνιολόγος σαν τους προλετάριους, μπορεί να γίνει κοινωνιστής, θεωρητικός όμως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν