United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ένας άξαφνα κάθεται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλλος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα. Όταν κανένας δε μου φαίνεται νάχη σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ναξίζη να ξετάσης τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του.

Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο Δημητράκης· εμπρός!... Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα. — Αριστόδημε!... πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος. — Α!... αίματα... πατάω αίματα!... είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας. — Φως!... ένα φως!... πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .

Στον Κ. Μάνον Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε στα ύστερα στην άκρη του και η μεγάλη λάμπα αντικρύ του με το πράσινο κομψό αμπαζούρ της, φώτιζε γελαστό το μισοασπρισμένο κεφάλι του· κοιμούνταν τον ευτυχισμένο αγροτικό ύπνο του. Η πλακόστρωτη ταράτσα καταστοιβαγμένη από πρασινάδες και λουλούδια ολόγυρα, είταν το μόνο φωτισμένο μέρος του μικρού σπιτιού, που κοιμούνταν σε βαθειά σιγαλιά.

Και με κίνημα περιφρονητικό βγήκε από την τραπεζαρία και πήγε στο γραφείο του. Μα εκεί θυμήθηκε, τα σχέδια που έκανε με την Ελπίδα και γαλήνεψε αμέσως. Άναψε τη λάμπα του και κύτταξε περίγυρα. Τα προγονικά λείψανα ήταν όλα στη θέση τους. Πόδια, χέρια, κεφάλια, κορμιά κάθονταν απάνου στα βάθρα τους περήφανα, λες κ' είχαν νικημένο το Χάρο.

Εσυγκινήθηκαν κ' εφρικίασαν απ άκρη σ' άκρη της παιδικής αχόρταγης περιέργειας τα τρελά τα φουσάτα. Εβγήκε ο Σαντουριέρης μπροστά, κρατώντας τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Το χαγιάτι εφωτίστηκε πλούσια στο ξάστερο φως της λάμπας. Έλαμψαν οι τοίχοι του σπιτιού την καθάρια απάνω την ασπράδα τους.

Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή! Και τάκλεισε πάλι. — Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!... ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια. — Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό του. — Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί: Το αίμα νερό δε γίνεται. — Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.

Να θαμάζουν και να μη χορταίνουν. Να βλέπουν και να μη στομώνουνται. Να την ιδούν πιο κοντά. Να χορτάσουν την αλλόκοτη φορεσιά της. Να καμαρώσουν τα χρυσά γαζιά και τα σειρήτια της, — του καλπακιού της τα φλουράκια γύρω, — κι ο κόσμος να χαλάση. Η λάμπα όσο επήγαιναν εμπρός άπλωνε γύρω το πλούσιο φως της.

Δεν παρατήρησα πως μεγαλώσανε, πως το χιόνι έσταζε από τις στέγες και πως τα δέντρα του πάρκου αρχίσανε να φουσκώνουν. Με λυπούσε πολύ πως ο χειμώνας δε βάσταξε περσότερο, για νανάβουμε νωρίτερα τη λάμπα και ναρχίζουνε τα βράδια μας προτήτερα. — Παρατήρησες, μου είπε η Έλσα ένα πρωί, πως έγινα φαιδρότερη από πριν και πως δεν κλαίω πια; Το είχα παρατηρήσει.

Η υπηρέτρα άναψε την λάμπα και την κρέμασε στον τοίχο, κι' έτσι έφεγγε πλειότερο το δωμάτιο, που ως τότε φωτίζονταν μόνον από το γλυκό και ήμερο φως της καντήλας του εικονοστασίου. Ο παπάς ιδόντας τα κατσικάκια και τες γίδες, είπε: — Α!.. βλέπω απόψε, Μαριανθούλα, έχετε και φιλινιάδες! — Έχομε για! Σήμερα γεννήθηκαν τούτα τα μικρουλάκια...

«Τι πα να πη αυτό; Αυτός ο νάνος δεν συνηθίζει να με υπηρετή για το καλό μου. Αλλά θα την πάθη. Πολύ τρελλός θάταν όποιος θάφηνε να του πιάσουν τ' αχνάρια των βημάτων του». Κατά τα μεσάνυχτα, ο Βασιληάς σηκώθηκε και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τον νάνο καμπούρη. Σκοτάδι ήταν μέσ' το δωμάτιο. Ούτε κερί αναμμένο, ούτε λάμπα. Ο Τριστάνος σηκώθηκε όρθιος στο κρεββάτι του.