United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπως είχαν τα πράγματα τότε, ο αυτοκράτωρ την ανάγκην ποιούμενος φιλοτιμίαν, εφάνη ευχαριστημένος από την απάντησιν του Χαγάνου. Αλλ' ο Χαγάνος και ο από των Περσών της Μικράς Ασίας κίνδυνος και η απορία χρημάτων δεν ήσαν τα μόνα κακά, κατά των οποίων επάλαιεν ο αυτοκράτωρ. Είχε και πολλούς ευπατρίδας φανερά ή κρυφίως αντιπολιτευομένους κατ' αυτού.

Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας, περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ' ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην. — Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια. — Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν ηδυνάμην ότε να εξηγήσω.

Νέος Σωκράτης. Βεβαίως όλως διόλου γελοία. Ξένος. Δι' αυτόν λοιπόν τόρα ο οποίος έγραψε ή αγράφως ενομοθέτησε τα δίκαια και άδικα και ωραία και άσχημα και καλά και κακά εις τας αγέλας των ανθρώπων, όσαι βόσκονται εις τας πόλεις συμφώνως με τους νόμους των νομοθετών, εάν τύχη να έλθη ο ίδιος νομοθέτης που έγραψε τους νόμους με τέχνην ή κανείς άλλος όμοιός του, δεν πρέπει άραγε να του επιτραπή να διατάξη άλλα έξω από αυτά; Ή μήπως και αυτή η απορία μας δεν είναι πραγματικώς ολιγώτερον κωμική από την προηγουμένην;

Αλλά και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της επροτίμα τον Σμυρνιόν, η απορία της δεν θα ήτον μικροτέρα, διότι εις την γνώμην της δεν ηδύνατο να υπάρξη σύγκρισις μεταξύ του Μανώλη και του Σμυρνιού. Τι ήτο συγκρινόμενος προς τον Μανώλην ο τριαντάρης Σμυρνιός, ο κοντός και σχεδόν καχεκτικός; Η Καλλιώ επωφελήθη και την ημέραν εκείνην την ευκαιρίαν διά να συνηγορήση υπέρ του Μανώλη.

Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμμα, που να μοιάζη με το ίσκιωμα της νύχτας. — Αλλά πάλε μπορεί να μπη ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν αυτός δεν είναι ίσκιωμα! — Αλλά ποιος νάναι;

Ακριβώς λοιπόν αυτή είναι η απορία μου, και αυτό δεν ημπορώ να χωνεύσω εις τον νουν μου καλά, τι είναι άραγε η επιστήμη. Λοιπόν μήπως είναι δυνατόν να το ειπή κανείς από ημάς; Τι λέγετε; Ποίος θα το ειπή πρώτος; Και όποιος σφάλη και σφάλη επανειλημμένως, θα τον ονομάσωμεν όνον, καθώς λέγουν τα παιδιά όταν παίζουν σφαίρας.

Σ ύ γ κ ρ ι σ ι ς Πες μου, Μώκο, στη ζωή σου, Πώς το νιόθεις το κορμί σου, Ζωντανό κανένα πράμμα, Ή της τέχνης είσαι θιάμα; Αγαπούσα να το ξεύρω, Μόνε πώς να σου το εύρω! Δε μου λεις την απορία; -Φίλος είμαι, τι έχεις χρεία. Πέτρα είσαι; Δες κινιέσαι. Μη είσαι δέντρο; Μόνε ξιέσαι. Όρνιο τάχα; θα πετούσες. Μαϊμού; δε θα μιλούσες. Ερπετό; δεν περπατούσες. Κήτος; θέλα κολυμπούσες.

Άραγε δεν ομοιάζει πολύ με αυτό η απορία και η συζήτησίς μας περί της σοφίας, η οποία επέρχεται ανωτέρα από ό,τι προβλέπομεν εις έκαστον εις εκείνους όσοι γίνονται ικανοί εντός των να εξετάσουν τον εαυτόν των και τους άλλους, αμοιβαίως με όλα τα είδη της συζητήσεως και υπό πάσαν έποψιν; Θα δεχθώμεν ότι είναι ούτω πως αυτά, ή όχι;

Εγώ έχω τα γίδια μου, και ξέρω κι' όλαις ταις σπηλαίς να κρυφτώ, απήντησεν ο βοσκός. Τω όντι, την τελευταίαν στιγμήν του ήλθε του μπάρμπα-Δήμου η απορία: διατί, αν πράγματι είχαν έλθει πειραταί, ο Τσόμπανος δεν εφρόντιζε και περί της προσωπικής ασφαλείας του; Αλλ' ο βοσκός εξηκολούθησε ν' απομακρύνεται και μετ' ολίγον έγεινεν άφαντος,

Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή! Και τάκλεισε πάλι. — Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!... ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια. — Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό του. — Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί: Το αίμα νερό δε γίνεται. — Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.