United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μου φαίνεσαι και συ ωσάν εκείνον, οπού όταν εμ- βαίνη εις το καπηλειόν, πετά το σπαθί του επάνω εις το τραπέζι και λέγει: «ο Θεός να δώση να μην το χρει- ασθώ». Και άμα σου καταιβάση δύο ποτήρια, το αρ- πάζει και χύνεται επάνω εις τον κάπηλαν, χωρίς τω όντι να χρειάζεται. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Τέτοιος σου φαίνομαι; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έλα, έλα.

Αθουσώ! . . . Αθουσώ! . . . τρέξε γρήγορα, φώναξε τη μάννα μου! . . . — Είνε πιασμένη στο χορό! — Να ξεπιαστή . . . και να τρέξη . . . Μετ' ολίγον ήλθε τω όντι η Ασημήνα. — Ω! καλά έκαμε τ' Αθουσώ, κ' ήρθε, και μ' έκαμε να ξεπιαστώ απ' το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου!

Ετελείωσε· δεν μπορώ να περπατήσω· είπεν αίφνης ο Γιάννος, ιστάμενος. Τω όντι δεν ηδύνατο να κάμη βήμα προς τα πρόσω. Οι λεπτοί και οξείς πόδες του εβυθίζοντο ευκολώτερον εις την χιόνα· η κοιλία του ήγγιζεν αυτήν· από ώρας ήδη επεριπάτει πηδών, ως πεδικλωμένος, αλλά τόρα του ήτο αδύνατον και να κινηθή.

Τω όντι το ήδη ετοιμασθέν έλαιον λαμβάνει ταχέως την οσμήν των πλησίον αυτού κειμένων μύρων. Και ο οίνος πάσχει το αυτό.

Μ' αυτό περνώνταςτα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 θα τον φονεύσ', ή σηκωτάτην γη θα του κτυπήση την κεφαλήν αλλάτον νουν υπόμειν', εκρατήθη. τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• «Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, 'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάςτην πόλι 245 πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».

Παραδεχόμενος την σωματικήν επί της σκηνής εμφάνισιν όντων υπερφυσικών, ο Σαικσπείρος υπείκεν εν πρώτοις εις το ποιητικόν αυτού έμφυτον. Οι άνθρωποι, είτε φανερώς είτε λάθρα, πιστεύουσιν εις το υπεράνθρωπον. Οι δ' έμφρονες δεν καταδικάζουσι τας δεισιδαιμονίας των αφρόνων διότι εάν τω όντι σώφρονες, είναι και μετριόφρονες, θα είπωσι δε μετά του Αμλέτου.

Ουδ' αυτός ο φανατικώτατος της προόδου πανηγυριστής θα ετόλμα τω όντι να ισχυρισθή ότι ηλαττώθη το ποσόν της λυμαινομένης τον κόσμον κακίας, αλλά μόνον ότι το ποιόν αυτής μετεβλήθη.

Ιδούσα η Αϊμά ότι απέτυχε το άκρως αφελές εκείνο μέσον, εσκέφθη να μεταβή εις τον οίκον του αγρότου, και να παρακαλέση την μητέρα των δύο οχληρών να περιορίση ολίγον τας κακάς έξεις των. Τω όντι μετά δύο ημέρας μετέβη εις την μικράν έπαυλιν. Η γυνή του χωρικού ήτο ανίκανος όλως να παιδεύση τους δύο μικρούς διαβόλους.

Από πολλού χρόνου δεν έχομεν ιδεί αλλήλους, είπεν ο Γεώργιος Γεμιστός. — Τω όντι, είπεν ο Σχολάριος. Δεν ήλθες εις την βασιλεύουσαν Πόλιν. — Εγώ; Τι να πράξω εκεί; Είμαι ερημίτης, είπε ο Πλήθων. — Όλοι ερημίται είμεθα, είπεν ο Σχολάριος. — Εγώ δεν αναμιγνύομαι πλέον εις τα κοινά. — Καλώς πράττεις. — Ασχολούμαι εις μελέτην και συγγραφήν μόνον, είπεν ο Πλήθων.

Μετά τινα βήματα εισέρχεται εις περιτειχισμένον αγρόν, ολίγον διαφέροντα των γειτονικών ατειχίστων. Εξαιρουμένων τω όντι ευαρίθμων τινών παρά την εκκλησίαν, ούτε στήλας βλέπεις ούτε πυραμίδας, ούτε προτομάς, ουδ' άλλο εξέχον σύμβολον αιωνίου ύπνου. Και αυτή η βλάστησις ουδέν έχει το αποκλειστικώς νεκρικόν.