Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και λέγοντάς τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακκουμπησμένες απάνω στους γόφους της, πούλεγες και το μαντίλι της έρριχνε να πιάση γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώση μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά.
Οι χωριανοί όλοι είχαν το νου τους στο φαγοπότι και στο ζεύκι τους και θαρρείς δεν τους έμελε για τίποτ' άλλο· σαν να μην ήξεραν τι ετοιμαζότανε στο σπίτι. Ένας μονάχα, παλληκάρι είκοσι χρονώ δεν ήθελε να ησυχάση και όσο έπινε τόσο περισσότερο αγρίευε. Είχε μυριστή τα πράγματα κ' έδειχνε μεγαλόφωνα τη δυσαρέσκεια του και το θυμό του.
Δεν ήταν βέβαια κανένας από τους Ολυμπίους και είχε όλες τις ατέλειες ενός Τιτάνος. Δεν έβλεπε συνολικά, και σπάνια μπορούσε να ψάλλη. Η εργασία του χάλασε με την πάλη, τη βία και τον κόπο και δεν πέρασε από το αίσθημα στη φόρμα, αλλ' από τη σκέψη στο χάος. Μολαταύτα ήταν μεγάλος. Τον είπαν penseur, και πράγματι ήταν ένας άνθρωπος που πάντα σκεπτόταν, και σκεπτόταν μεγαλόφωνα.
Ανατρομάζει η ζητιάνα, και θαρρέψαντας πως θα χαλάση ο κόσμος αρχίζει και παρακαλιέται μεγαλόφωνα. Ακούγει ένας Γότθος την προσευκή της, οργίζεται, και κάμνει να τη σφάξη. Πρόφταξε όμως ένας δικός μας κ' έστρωσε κάτω το Γότθο με μια σπαθιά. Αυτό είταν η αρχή του κακού. Όλοι οι πολίτες στο ποδάρι σηκώθηκαν.
Γίνεται μεγάλο συνέδριο στο παλάτι, παρόντας κι ο πατριάρχης κι όλοι οι προύχοντες, πολιτικοί και στρατιωτικοί, και προστάζει ο Αυτοκράτορας να διαβαστούνε μεγαλόφωνα εκείνες οι ψευτομαρτυριές. Έμεινε ξύλο ο Βελισάριος σαν τάκουσε. Λόγο δεν έβγαλε από τη στενοχώρια του. Είτανε φυσικό του αυτό.
Κατέβηκε έπειτα ο Αυτοκράτορας από την ασπίδα, και ξαναμπήκε στην αίθουσα όπου είχε φορεθή, έβαλε τη βασιλική χλαμύδα και τη διαμαντένια κορώνα, και ξαναβγήκε στο κάθισμα, φωνάζοντας ο λαός «Σεβαστέ», κι ο στρατός «Αύγουστε». Σα σώπασε ο κόσμος, προσφέρθηκε στο Βασιλέα έγγραφο, ο Βασιλέας τόδωσε του γραμματικού, κι ο γραμματικός διάβασε μεγαλόφωνα τη βασιλική Προσφώνηση, αντισκόβοντας κάθε λίγο ο λαός και φωνάζοντας, «Κύριε ελέησον, Υιέ Θεού, Συ αυτός ελέησον, Αναστάσιε Αύγουστε του βίγκας. ευσεβή Βασιλέα ο Θεός φυλάξοι», κι άλλα παρόμοια.
Μερικοί μιλούσαν για της δουλιές τους μεγαλόφωνα, άλλοι σιγά ελέγανε τι ετοιμαζότανε στο σπίτι μέσα. Και αληθινά κάτι τι πολύ τολμηρό ετοιμαζότανε στο σπίτι. Αυτό, ανοιχτό στην αρχή, έπειτα εκλείσθηκε και σαν να μην έδινε σημείο πως ήταν μέσα του ζωή. Κλειστά τα πορτοπαράθυρα, και μόνο από της χαραμάδες εφαινότανε φως.
Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη. τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• «Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, 'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245 πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».
Γιατί μαθές οι Τουρκοπούλες να τραγουδούνε μεγαλόφωνα σαν ταηδόνια, κ' οι δικές μας χαμηλά χαμηλά και συμμαζεμένα σαν τις τρουξαλλίδες; Θαρρώ πως το μάντεψες, και πως με πίκρα μου το ξηγάς, πως της ρωμαίικης της ψυχής η χαρά προβάλλει στον κόσμο με προφύλαξη και με πάτημα μετρημένο, μην τύχη και την αρπάξη, και την πνίξη κανένας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν