United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κωμωδία όμως αυτή εφαινότανε να μην έχη τέλος· τον έδιωχταν και τον έφερναν τον ήθελαν και δεν τον ήθελαν, οι διάδοχοι του δεν ευχαριστούσαν τον κόσμο και οι φίλοι του εξόριστου ενεργούσαν και τον ξανάφερναν. Καθώς και τον ξανάφεραν και αυτή τη φορά, ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια. Τώρα όμως και ο παππά Συνέσιος εφαινότανε ν' άλλαξε. Σκάνδαλα δεν άκουες να γίνουνται.

Μερικοί μιλούσαν για της δουλιές τους μεγαλόφωνα, άλλοι σιγά ελέγανε τι ετοιμαζότανε στο σπίτι μέσα. Και αληθινά κάτι τι πολύ τολμηρό ετοιμαζότανε στο σπίτι. Αυτό, ανοιχτό στην αρχή, έπειτα εκλείσθηκε και σαν να μην έδινε σημείο πως ήταν μέσα του ζωή. Κλειστά τα πορτοπαράθυρα, και μόνο από της χαραμάδες εφαινότανε φως.

Εφαινότανε γελαστός και χαρούμενος, αν όμως κανένας επρόσεχε θα εδιάκρινε κάποια ανησυχία στα κινήματα και περισσότερο στα μάτια του τα κατάμαυρα που, κάτω από τα πυκνά του φρύδια, εβυθιζόντανε, πότε πότε, στη σκοτεινιά μέσα, σαν να τηνε διαπεράσουν. Οι χωρικοί επέσανε στα φαγιά με λύσσα, χωρίς όμως ν' αφήκουν και την κουβέντα.

Ο πονηρόπαπας είχε καταλάβη τον χαραχτήρα του καλόγερου και τον παρατηρούσε και τον επρόσεχε πολύ στην αρχή, έπειτα κάπως άρχησεν ανοίγεται από λιγάκι κοντά του, για να ιδή πώς θα του εφαινότανε ο τρόπος του. Ο Άνθιμος όμως δεν έπαιρνε είδησι από βελόνας κεντήματα· ήθελε χτύπημα δυνατό για να ξυπνήση. Και το χτύπημα δεν άργησε να του δοθή.

Την άλλη μέρα, μόλις εβγήκανε στη βοσκή, ο Δάφνης καθούμενος κάτω από τη συνηθισμένη βαλανιδιά έπαιζε το σουραύλι και μαζί επρόσεχε και τα γίδια, που είχαν ξαπλωθή κάτω σαν ν' άκουγαν τους σκοπούς· κ' η Χλόη καθισμένη κοντά εφύλαε τα πρόβατα, μα πιο πολύ εκοίταζε το Δάφνη· και πάλι ενώ αυτός έπαιζε το σουραύλι τής εφαινότανε όμορφος κ' ενόμιζε τη μουσική αφορμή της ομορφιάς, ώστε να πάρη κι αυτή ύστερ' από κείνον το σουραύλι μήπως γινότανε κι αυτή όμορφη.

Σαν να ήταν όμως τώρα προσποιητός ο θυμός της και σαν να της άρεσε πως είχε να κάμη με χαραχτήρας ανδρικούς και εφαινότανε σαν περήφανη, γιατί η νίκη της θα είχε περισσή αξία. Ήταν καπετανόπουλα οι δυο φίλοι της Σμαραγδούλας και εχθροί μεταξύ τους μεγάλοι, ο Γιώργης ο Μόρφος και ο Ζώης ο Περήφανος.

Είχαν μακρυνή συγγένεια και επειδή ο απλός, ο απονήρεφτος Άνθιμος δεν τον εγνώριζε, εφιλιώθηκε μαζί του. Αυτό στην αρχή, οπού ο παππά Συνέσιος φορούσε προσωπίδα και δεν εφαινότανε ποιος είνε στ' αλήθεια, οπού εμπορούσε να γελάση εκατό σαν τον Άνθιμο, τον απλό και απονήρεφτο. Σε λίγο καιρό, κάποιος κάτι είδε και κάτι είπε σιγά σιγά, σκεπαστά ακόμα, όπου ο Άνθιμος είδησι δεν είχε.