United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωσάν σφυρί εκτυπούσε η καρδιά του Αντωνέλλου. Εκινείτο επί του καθίσματός του, δεξιά και αριστερά· δεν ήξευρε τι να πη και με προθυμίαν θα ετρέπετο εις φυγήν, αν εμπορούσε. Ο Καραγιάννης εξηκολούθησε. — Εμείς είμαστε σαν αδέρφια· γιατί να βάνωμε ξένους στα μυστικά μας; Ο Αντωνέλλος ησθάνετο ότι ίδρωνε.

Πριν προχωρήσωμε, ανάγκη να στραφούμε κάμποσα χρόνια πίσω για να περιγράψωμε μια ιστορία πολύ σχετική με τη διήγησί μας. Είνε καλοκαίρι. Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη, στέλνοντας και στη στεριά και στη θάλασσα, παντού, όπου εμπορούσε να ξαπλωθή και να εισχωρήση, το γλυκό, το θαλπερό ακόμα, το τρισπόθητο αποχαιρετιστήριο φως του.

Και τώρα του εφάνη ότι ανοίχθη ενώπιόν του ο ουρανός, γεμάτος άστρα και όμως δεν εμπορούσε να ειπή πως είν' ευτυχής, διότι, ησθάνετο ότι εχθρός μεγάλος, ισχυρός, επιβουλεύεται την ψυχικήν του γαλήνην, ότι φυσιογνωμία νέα ενεθρονίσθη εν τη καρδία του, ην επλήρου έως τότε μόνη η της αδελφής λατρευτή μορφή . . .

Είχαν μακρυνή συγγένεια και επειδή ο απλός, ο απονήρεφτος Άνθιμος δεν τον εγνώριζε, εφιλιώθηκε μαζί του. Αυτό στην αρχή, οπού ο παππά Συνέσιος φορούσε προσωπίδα και δεν εφαινότανε ποιος είνε στ' αλήθεια, οπού εμπορούσε να γελάση εκατό σαν τον Άνθιμο, τον απλό και απονήρεφτο. Σε λίγο καιρό, κάποιος κάτι είδε και κάτι είπε σιγά σιγά, σκεπαστά ακόμα, όπου ο Άνθιμος είδησι δεν είχε.

Ο Καραγιάννης ήτο πρώτος γαμβρός και θα εμπορούσε να πάρη πολύ καλλιτέραν της Μπέλλας· κανείς, τόσον καιρόν δεν είχε καταλάβη τίποτε· πώς έξαφνα έγεινε το συνοικέσιον αυτό; Φαίνεται θα την αγαπούσε κρυφά ο Καραγιάννης την κοπέλλα· αλλέως δεν εξηγείται αυτό, διεδόθη όμως και κάτι άλλο· ότι η αδελφή του καπετάν Γιάννη αγαπούσε δήθεν τον Αντωνέλλο και τα λόγι' αυτά δεν άργησαν να παν στ' αυτιά του τελευταίου, ο οποίος και εθύμωσε φοβερά κ' έλαβε μέτρα να μην μάθη τίποτε η Μπέλλα.

Ο παληόκοσμος όμως δεν κρατείται· η Μπέλλα τα έμαθε όλα και η ευτυχία, την οποίαν της είχε φέρη το λαμπρόν συνοικέσιον, ωσάν να εσκιάσθη κατά τι . . . Και ούτε ημπόρεσε να κρατηθή ένα πρωί, που έτυχε μόνη με τον αδελφόν της, του τα είπε όλα και τον εμάλωσε με παράπονο.. Ο Αντωνέλλος κατεκοκκίνησε, και της είπε όσον εμπορούσε πιο θυμωμένα.