United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή λοιπόν του λαού την τρέλλα την έθρεφε ο Σοφιστής, που δεν είχε άλλο σκοπό παρά να προξενά θαμασμό και να θησαυρίζη. Ας πάρουμε τώρα ένα τέτοιο λατρευτή του τύπου και καταφρονετή της ουσίας των πραμάτων, κι ας τον ιστορίσουμε. Καλλίτερο ίσως δε θα βρούμε από τον περίφημο τον Πολέμωνα. Ας μιλήσουν όσοι αξιωθήκανε να τον ακούσουν και να τονέ χαρούνε.

Η βασιλίς των πόλεων, η πόλις της Θεοτόκου, η λατρευτή Κωνσταντινούπολις, έμελλε να πέση εις τας χείρας των αλλοπίστων. Προσκυνήσατε πάντες οι Έλληνες την ανάμνησιν ταύτην, ενόσω αύτη δεν εξηλείφθη ακόμη. Διότι είνε ανάμνησις μόνον και ουχί πλέον ελπίς. Δεν ενθυμούμαι τίνος λαού παροιμία λέγει: «Η ελπίς ήτο καλή, αλλ' ο όνος την έφαγεν». Αγνοώ ποίος όνος έφαγε την ελπίδα των Ελλήνων.

Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη. . . Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη . . . Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό.

Ο Καίσαρ ανήγγειλεν ότι θα μείνη κλεισμένος δύο ημέρας μετά του Τέρπνου διά να συνθέση νέας ωδάς. Άλλως τε τι με ενδιαφέρει ο Καίσαρ, όταν ευρίσκωμαι πλησίον σου και όταν σε θεωρώ, λατρευτή μου, θησαυρέ μου; — Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Δύο φοράς ο Ούρσος τη παρακλήσει μου έδραμεν εις τας Καρίνας διά να ζητήση πληροφορίας περί σου. Ο Λίνος με εχλεύασε, και αυτός ο Ούρσος.

Όταν φύγανε οι Βούλγαροι, δε βρήκαμε πουθενά αυτή τη λατρευτή αδερφή· βάλανε σ' ένα αμάξι τη μητέρα μου, τον πατέρα μου και μένα, δυο υπηρέτριες και τρία παιδιά σφαγμένα, για να μας πάνε να μας θάψουνε σε μια εκκλησιά Ιησουιτών, δύο λεύγες μακρυά από τον πύργο των προγόνων μου.

Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή, 'Σάν μια παρθένα λατρευτή, Που την χρυσόν' η νιότη, Κοντάτο γλυκοχάραγμα, Που τα βουνά γελούνε, Πέφτει της νύχτας η δροσιά, Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά, Να γλυκοκελαϋδούνε. Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα 'Κοιμώντανε μια κόρη, Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή. Πούχε την κόμη καστανή, Και κάτασπρα εφόρει. Έν αηδόνι έξαφνα 'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.

Λέει από μέσα του, τι πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο από ένα τέτοιο ευχαριστώ; Και τι δε θα έκανα, και τι κινδύνους δε θα διέτρεχα για να ελκύσω τη γλυκειά ευγνωμοσύνη μιας τέτοιας ψυχής; Η παράστασις ετελείωσε χωρίς να προσέξη ποια καθόλου εκείνος· ελυπήθηκε μόνο που τέλειωσε γρήγορα, γιατί το τέλος της τον εχώρισε από τη λατρευτή του βοσκοπούλα.

Και τώρα του εφάνη ότι ανοίχθη ενώπιόν του ο ουρανός, γεμάτος άστρα και όμως δεν εμπορούσε να ειπή πως είν' ευτυχής, διότι, ησθάνετο ότι εχθρός μεγάλος, ισχυρός, επιβουλεύεται την ψυχικήν του γαλήνην, ότι φυσιογνωμία νέα ενεθρονίσθη εν τη καρδία του, ην επλήρου έως τότε μόνη η της αδελφής λατρευτή μορφή . . .

Αλλά δεν βλέπω εκείνην. Άλλη μορφή ωραία, μορφή λατρευτή, μου φαίνεται καθημένη εκεί, εις το κατώφλιον της θύρας. Φαντάζομαι ότι βλέπω την σύζυγόν μου θηλάζουσαν εις την μητρικήν της αγκάλην το τέκνον μας.

Ακόμη επερίμενα, μα θόρυβος κανείς, και έσβυνε 'στον ουρανό το ύστερο αστέρι, και γύρω γύρω έβλεπα ωσάν μονομανής . . . τι αναμνήσεις αλγεινάς αυτή η νυξ με φέρει! Το άρμα ακτινοβολεί του Φοίβου 'στον αιθέρα, κι' ακόμη το παράθυρο εκείνο δεν ανοίγει . . . ω συμφορά ανέλπιστος! . . . η λατρευτή μου Βέρα είχε προ δύο ημερών εις την Ροστόβην φύγει!