United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανοίγει η καρδιά μου, άμα τα πατήσω τα χώματα εκείνα, τάγια χώματα της Αθήνας. Έλεγα μέσα μου· «Πού αλλού στην Ελλάδα θα βρω τέτοιους ρεπορτέρηδες; Πού τόσους φίλους και φημερίδες τόσες; Πού θα γελούν οι δρόμοι όπως γελούνε στην Αθήνα;» Μ' άρεσαν όλα και τα καμάρωνα όλα.

Φρύδια για ιδές δοξαρωτά, γραμμένα με κοντύλι. Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που σμίγουν και φιλιούνται, Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που ερχόνται να με ζώσουν. Για ιδές αχείλη κόκκινα, σαν με βαφή βαμμένα, Που ανοίγουν και γλυκομιλούν, που κλειούνται και γελούνε, Σαν τα τριαντάφυλλα του Μάη το βράδυ την αυγούλα.

Έλεγε πως τη γελούνε. «Βρε παιδί μου, κάθεσαι και χάνεσαι για έναν άνθρωπο που σε παράτησε και πήγε και παντρεύτηκε στα ξένα; Δεν ήταν άνθρωπος για σένα. Γαμπροί άλλο τίποτε. Θα βρης άλλον καλύτερο, όπως σου αξίζει». Αυτή τίποτε. «Ο Γιαννιός μου πνίγηκε. Τον πήρε η θάλασσα απ' την κουβέρτα. Τα κοκκαλάκια του στην αμμουδιά τα δέρνει η θάλασσα. Θα πάω να τονέ βρω». Σημαδιακά λόγια.

Ούλες οι Ελληνίδες, μάτια μου, πρέπει να γίνουνε ναυτόπουλα. Τα ξύλινα τείχη σώσανε την Ελλάδα. Δεν το μάθετε στην ιστορία; ΝΙΚΟΣΑν θέλη μονάχα η δεσποινίς να βιασθή λιγάκι. Είναι κίνδυνος να πέση ο μπάτης. Και τότε... ΔΩΡΑΈφθασα. Στο μεταξύ οι άλλοι κάτι λένε μεταξύ τους και γελούνε. ΝΙΚΟΣΕμπρός λοιπόν. Δε θ' αργήσωμε, μπαμπά. ΦΛΕΡΗΣΚαλά, καλά, πήγαινε.

Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή, 'Σάν μια παρθένα λατρευτή, Που την χρυσόν' η νιότη, Κοντάτο γλυκοχάραγμα, Που τα βουνά γελούνε, Πέφτει της νύχτας η δροσιά, Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά, Να γλυκοκελαϋδούνε. Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα 'Κοιμώντανε μια κόρη, Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή. Πούχε την κόμη καστανή, Και κάτασπρα εφόρει. Έν αηδόνι έξαφνα 'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.

Και χύθηκε ο στρατός τότ' όξω απ' τα καράβια. Πώς οχ τον ουρανό πυκνά πέφτουν τα χιόνια κάτου, ψυχρά, από Θρακοδρόλαπα βοριοσταλμένου φύλλο, τότε έτσι λαμπρογιάλιστα πλήθος μεγάλο κράνα όξω απ' τα πλοία πρόβαιναν, και πρόβαιναν ασπίδες, 360 σωρός κοντάρια φράξινα, και δίχουφτα τσαπράζα. Η λάμψη πάει μεσούρανα, γελούνε γύρω οι κάμποι απ' τη φεγγιά· και των αντρών αντιβροντάει το βήμα.

Ξέχασε πατέρα, μάνα Και τρελλά παραμιλλάΧτύπα Γιάννη τη καμπάνα Για ναρχίση η λειτουργιά. Τάκουσαν μικροί μεγάλοι Και γελούνε χα, χα, χα, — Χτύπα, Γιάννη, τη καμπάνα Για ναρχίση η λειτουργιά! Χα! χα! χα! ΦΩΝΕΣΜπράβο, μπράβο! Μπιζ! Μπιζ! Ζήτω η χαρά! Εξ ονόματος όλης της συντροφιάς σας στεφανόνω. ΦΩΝΕΣΜπιζ, μπιζ. ΛΕΛΑΑδύνατο, αδύνατο. Σκάζω. Έχω δύσπνοια. Θέλω λίγον αέρα.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Τι θέλετε, είπε ο Μαρτίνος· οι εδώ κάτοικοι είν' έτσι κανωμένοι· όλες τις αντιφάσεις, που μπορείτε να φανταστήτε, όλες τις δυνατές ασυμφωνίες θα τις βρήτε στην κυβέρνηση, στα δικαστήρια, στις εκκλησίες, στα θεάματα αυτού του αλλόκοτου έθνους. — Είναι αλήθεια πως γελούνε πάντα στο Παρίσι; είπε ο Αγαθούλης.