Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο: — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!
Σένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστεια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κη μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μαποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα: Ο πόνος μου 'ν' αγιάτρευτος, μάνε στο πόδι πάνω· Μια μέρα που θα περπατώ θα πέσω ναποθάνω. Κατόπιν άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.
— Μπορεί όμως να γίνη άγγελος και να βγάλη λευκά φτερά στους ώμους, είπε ο Σβεν. — Βέβαια θα γίνη, είπε η μαμά. Μα ο Σβεν αναστέναξε και δεν έμεινε ευχαριστημένος. — Γιατί δεν μπορεί να πάη μαζί η γερόντισσα αφού το θέλει; είπε. — Αυτό δεν το ξέρει κανείς, Σβεν, είπε η μαμά, μόνο ο Θεός το ξέρει. — Το ξέρει αυτός; — Ναι, το ξέρει. Ο Σβεν ξαναβγήκε όξω στον ήλιο και στους βράχους.
Κι' αντίς εκείνο το νερό, το κρύο, το βουνίσιο, Να του δροσίση την καρδιά, γλυκά ν' αναγαλλιάση, Του χύνει φλόγα και φωτιά, τα σωθικά του ανάφτει, Κι' όταν να φύγη εκίνησε 'ςτα δέντρα ροβολώντας, Βαθηά-βαθηά αναστέναξε και πήρε ένα τραγούδι, Τραγούδι όχι κυνηγιού, . . . τραγούδι της αγάπης! Πέρασε κάμποσος καιρός.
Το μικρό σου αφεντικό θέλει να μένει η Γκριζέντα στο σπίτι, να μην περπατάει πια ξυπόλητη, να μην πάει πια στο ποτάμι να πλένει. Εγώ πρέπει να κάνω την υπηρέτρια, αλλά το κάνω με ευχαρίστηση επειδή είναι για την ευτυχία των παιδιών….» «Κύριε ελέησον!» αναστέναξε ο Έφις. «Αφήστε με κυρά Ποτόι.
Ο Έφις άκουγε με τρόμο: ένοιωθε να βρίσκεται πάλι μπροστά στο τραγικό πεπρωμένο της οικογένειας με την οποία βρισκόταν δεμένος όπως είναι κολλημένο το βρύο στην πέτρα, και δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να κάνει. «Ωχ», αναστέναξε βαθειά ο Τζατσίντο. «Σίγουρα όμως θα φύγω από δω. Δε θα περιμένω να με διώξουν! Δεν έχουν έλεος οι θείες μου, και κυρίως η θεία Νοέμι. Δε με νοιάζει όμως.
Όταν βρέθηκε στο δρόμο, αφού προηγουμένως ο ντον Πρέντου τον συνόδευσε μέχρι την εξώπορτα σαν φίλο, ο Έφις κοίταξε τριγύρω του και αναστέναξε. Όλα είχαν αλλάξει.
Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας... — Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμος — αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια; Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί. — Θεός σχωρέσ' τονε!
Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει πίσω ως στο καστρί αλάργα απ' τις καλύβες.» 45 Έτσι είπε περκαλώντας τον ... α τι τυφλός, γιατί είταν δικό του χάρο και κακό να περκαλέσει τέλος! Τότε αναστέναξε βαθιά και τούπε ο Αχιλέας «Ωχού, τι λόγο, Πάτροκλε θεόσπαρτε, μου κραίνεις!
— Άη-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε. Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ' όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε. Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν